Πόση ένταση μπορείς να συγκρατήσεις, ακίνητος, στη μέση ενός δρόμου; Περνούσες απέναντι, μέχρι που ξαφνικά μπορεί να έσπασε η μετά βίας ισορροπημένη γυάλινη ψυχή σου. Δεν ξέρω τι μπορεί να είδες ή πού μπορεί, αυτήν την ακατάλληλη στιγμή, να κατέληξαν οι σκέψεις σου, αλλά πόση ένταση μπορείς να συγκρατήσεις, να νιώσεις ευκρινώς, από την κατάρρευση και τον θρυμματισμό σου; Ένιωσα, παρασυρμένος από μια τέτοια πτώση, πως η κατάρρευση με ξεπερνούσε, και το μόνο που έμενε ήταν μια ηδονή καταστροφής. Ένα συναίσθημα σαν να ρέει κρύο νερό στα σκέλια καθώς κολυμπάς μέσα σ’ ένα ποτάμι, ή σαν να καθαρίζεις εσωτερικά, με μια έντονη, βίαιη ροή να διαπερνά τα σωθικά χωρίς να τα ξεσκίζει, ή σαν να νιώθεις πώς κάθε σπάσιμο, κάθε μικρό θρύψαλο, έχει μια δική του απορροφώμενη δυναμική.
Νιώθεις, σε ένα ξαφνικό, απρόοπτο και περίεργο κροτάλισμα, αυτήν την κατάρρευση ως κάτι δημιουργικό. Αναρωτιέμαι, σε άλλες συνθήκες, με άλλο παρελθόν και σκέψεις, ποια θα ήταν η καταλυτική σταγόνα στον ειρμό που, στιγμιαία, νιώθεις να σε κατεδαφίζει; Μπορώ να σκεφτώ την περίπτωση μιας σκληρής συνειδητοποίησης. Ή την περίπτωση που επιτέλους ξεκολλάς από την γνωστή βασανιστική κατάσταση στην οποία έχεις μπλεχτεί με συναίσθημα, λογική, πάθος, ένστικτο, προσδοκίες, ανάγκες, ελλείψεις, φαντασίες σε ένα κουβάρι που δεν λύνεται χωρίς να κοπεί, με εξαίρεση κάποιους πολύ επιδέξιους ελιγμούς εκ μέρους σου. Ή… την δική μου περίπτωση βέβαια, ακόμα και αν δεν είναι μία μεμονωμένη τελικά. Αλλά γιατί απευθύνομαι σε εσένα; Γιατί μπερδεύω τόσο άκομψα τα πρόσωπα; Όχι, δεν είναι επειδή ζητώ να ταυτιστείς με την κατάστασή μου. Απλώς ρωτώ, αναρωτιέμαι και αφηγούμαι, χωρίς να θέτω σαφή όρια. Γιατί πρέπει να φτάσουμε σε έναν τόσο έντονο βαθμό φθοράς για να κάνουμε την αποφασιστική στροφή; Γιατί πρέπει αυτό να γίνει στην μέση ενός δρόμου, σε μια άσχετη ημέρα, σε μια άσχετη ώρα, που μπορεί η απόσταση από την ηρεμία του σπιτιού να είναι τέτοια, ώστε να σου περάσει από το μυαλό η τρέλα να ξεφύγεις.
Να φύγεις κάπου άσκοπα, για ώρα και για απόσταση, ώστε να καταγραφτεί καλά μέσα σου όλη αυτή η αλλαγή, ή ίσως για να ενισχύσεις, να κατοχυρώσεις αυτήν. Αλλά, γιατί; Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε πιο ομαλά τις μεταβάσεις; Γιατί πρέπει να σπάμε για να ολοκληρωθούμε; Πέρασα τον δρόμο και δεν ήξερα τι να κάνω. Μου πέρασε, πρέπει να παραδεχτώ, η ιδέα να θεωρήσω ένα τέτοιο εσωτερικό συμβάν ως ιδιότροπη φαντασίωση. Και ίσως να το έκανα. Εξαρτάται, έκανα την στροφή μετά ή ανακάλυψα πως μπορώ και αντέχω πριν καταρρεύσω κι’ άλλο;
~Ορέστης~