Σήμερα πάλι έμαθα κάτι.
Με τρομάζει ο εαυτός μου.
Τα βήματά μου ίσα που ακούγονται στο ζεστό τσιμέντο και εγώ
φοβάμαι.
Δεν είναι αυτό το πρωτόγνωρο αίσθημα αγωνίας.
Σήμερα ο φόβος με άγγιξε πιο βαθιά.
Σήμερα δεν τρέμω αυτό που με βασανίζει.
Σήμερα φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό.
Σέρνω το κουφάρι μου όλη μέρα
νεκρή
δίνοντας την εντύπωση πως πράγματι διασκεδάζω.
Σήμερα σηκώθηκα.
Έφτιαξα πρωινό και πέθανα.
Γεμάτη μέρα.
Μια ζωή ολόκληρη.
Το τέλος της.
Είναι μαγικό σχεδόν…
το πώς στη μέση ενός έργου υπάρχει πάντα το μεγαλύτερο βαρίδι σου.
Σα να προσπαθείς να το αποφύγεις,
να ρίξεις αλλού τις ευθύνες.
Αλλά βγαίνεις ηττημένος.
Για σήμερα μιλάω…
Σήμερα μιλώ για τις αμφιβολίες που με γέμισες,
για τη στιγμή που δεν μπόρεσα να πιστέψω πως όλα βαίνουν καλώς.
«Μην μιζεριάζεις» θα πεις.
Θα ήταν λυπηρό αν έλεγα πως
μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να καλύψει το κενό.
Πρέπει να σβήσω αυτήν την τελευταία γραμμή.
Σήμερα αποφάσισα πως δεν θέλω κανέναν.
Ο ήλιος λάμπει και παρακολουθώ μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Μα σκέφτομαι πως όλοι εκεί μέσα φορούσαν προσωπίδες.
Και εγώ βαρέθηκα να προσποιούμαι ότι με νοιάζουν,
να τους παρακολουθώ να με υποτιμούν μέσα τους.
Αφουγκράζομαι την Καταστροφή.
Με φωνάζει
με τις απόκοσμες κραυγές της
από τη γωνία εκείνου του σκοτεινού στενού δρόμου.
Αυτή τουλάχιστον είναι ειλικρινής.
~Ӎαίρη ₮ζέιν~