Ένας μεγάλος όχλος,
χαρούμενων, γελοίων χαρακτήρων της παράνοιας,
βημάτιζε πάρ’ αυτά συρτά,
ξύνοντας το ανύπαρκτο έδαφος,
σκάβοντας νοητούς λάκκους στο ελαστικό προσωπείο μου ·
εγώ σκεπτόμουν… δεν σκεπτόμουν,
ο θόρυβος των ειρωνικών μορφών τους
περνούσε σαν τον απόμακρο παφλασμό κυμάτων,
όπως τον ακούς προσηλωμένος σ’ ένα γρήγορο βιβλίο.
Για ώρες συνέλεγα τον εαυτό μου
μεσ’ την σιωπή των σκέψεων,
με κενό το κέλυφος, με άδειο το προσωπείο,
μερικές φορές μόνο,
σαν να με διαπερνούσε ένα απόσπασμα μουσικής,
μια ένα τραγούδι ελαφρύ,
μια χορευτικό, μια ρετρό, μια κλασικό, μια εκτονωτικό,
αλλά εγώ συνέχιζα μπροστά στον όχλο,
ξανά και ξανά,
να προσπαθώ να χωρέσω την δράση της ουσίας μου
στους χρόνους διαλειμμάτων,
αν και τελικά μόνο να ξεκουραστώ προλάβαινα
-το πολύ-
χωρίς πέντε βήματα στα τόσο βασικά μονοπάτια,
πέρα από την κουραστική, πολύ-περπατημένη λεωφόρο.
Είχαν πει πως η συνήθεια είναι επίμονος οδοστρωτήρας.
Είχα επιλέξει, όμως, τον όχλο, τα βλέμματα, τον θόρυβο,
και τις ανάσες,
όπως και την αντίσταση στις ενέσεις μικρών εκλάμψεων,
μερικών αθώων «παιχνιδιών» που με έπαιρνε να αφεθώ,
η αδράνεια, ο θυμός, η αγκύλωση,
να κλειδώνει τα πόδια από την παρέκκλιση,
ακόμα και αν ο χρόνος μετά,
-ακόμα και τότε, μετά-
δεν ήταν διάλειμμα,
ακόμη και αν είχα ενέργεια για κάποια βόλτα.
~Ѻρέστης~