Γύρισα μονάχα ένα λεπτό να σε κοιτάξω. Πάλι με καρφώνεις με το βλέμμα σου, έτσι δεν είναι; Μίλησέ μου ειλικρινά, αν το ‘χεις μέσα σου και πες μου μόνο τι σε έχει ενοχλήσει τόσο επάνω μου; Είναι που ντύνομαι παράξενα, λιτά, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς υπερβολές και αστραφτερά διαμάντια. Είναι αυτά τα δυο μάτια μου που χαλούν το βράδυ και τα μισοκλείνω για να δω καλύτερα. Είναι τα αλλόκοτα λόγια που βγάζω, τα λόγια τα βαθύτερα που σε φοβίζουν. Και γίνομαι αλλόκοτος, το γνωρίζω. Ή, μάλλον, καλύτερα: δεν γίνομαι, είμαι. Μεγάλη επιτυχία το «να είσαι». Έχεις καταφέρει ποτέ να «είσαι» κάτι; Κάτι απλό, κάτι μικρό ή κάτι μεγάλο, έστω κάτι όχι τόσο καλό. Τόσο φοβερό, που θα γέμιζε τη μέρα σου…
Κι όσο με περιεργάζεσαι σχολαστικά, από το μέτωπο ως τα πόδια, νιώθω πως τελικά ψάχνεις κάτι να βρεις. Ίσως κάτι που δε θα ταιριάξει με ‘σένα. Τότε θα χαρείς και θα μου το τρίψεις στα μούτρα. Όμως δεν υπάρχουν χέρια που να χουφτώνουν την ψυχή μέσα σε δυο παλάμες. Ψάξε όσο θες, λοιπόν. Αν βρεις κάτι που να μπορείς να βαστήξεις, υλικό, αλήθεια, πέτα το. Δεν το ήθελα, εξάλλου. Δες τώρα, ποιος είμαι πραγματικά; Παράξενες ιδέες και νόηση σε μια συνωμοσία των πάντων είμαι. Και μοιάζει τόσο φιλική, που δεν με αγγίζει.
Ακόμα να βγεις από το αγαπημένο σου μικρο σινεμά, που προβάλλεται πάλι η ίδια λατρεμένη σου ταινία. Έχει τίτλο: «Διαβάσεις». Μιλά για τους δρόμους που μάλλον δεν θα περάσεις, τις αγάπες που δεν θα ζήσεις για να τις ξεχάσεις. Κοίτα με, λοιπόν, καλά. Συμμετέχω στην αγαπημένη σου ταινία; Κι αν ναι, είμαι κομπάρσος ή πρωταγωνιστής;
Στάσου λίγο κι αγνάντεψε στην άκρη του δρόμου τις παιδικές σου ζωγραφιές. Θάλασσες πλατιές, σπίτια μικρά και παιδικές αγκαλιές. Τα όνειρα που κάποτε έκανες. Έλα, τώρα κοίτα πάλι εμένα που στέκομαι απέναντι. Κάνε το βήμα, χωρίς να ανησυχείς. Ίσως περάσει κάποιο αυτοκίνητο. Δεν είναι σίγουρο, ωστόσο, ότι θα σε χτυπήσει κι αν το κάνει, δεν πρόσεξες στο δρόμο. Δεν πέρασες από τη διάβαση. Γραμμές που ζωγράφισαν κάποιοι για να σε οδηγήσουν. Κανε το βήμα, διάσχισέ τον κι ας μην είναι οδός πολυτελείας. Με οδοφράγματα, μαύρη άσφαλτο και φώτα λευκά. Ας είναι άστρωτος ακόμα, με χαλίκι, σαν τους δρόμους που παίζαμε μπάλα. Εγώ θα κάθομαι απέναντι. Μην νομίζεις… κι εγώ, τον ίδιο άντρα αντικρίζω στην άλλη άκρη του δρόμου.
~Κυριάκος~