…και ήθελα να προχωρήσω μπροστά, όχι απαραίτητα σε μια καλύτερη κατάσταση, αρκούσε που θα ξέφευγα.
Η στασιμότητα κάθεται σε κάθε εσωτερική ίνα σαν στερεοποιημένη πίσσα,
ή, για την ακρίβεια, δεν αφορά την στασιμότητα όλο αυτό,
δεν είναι ακινησία,
είναι μια συνεχής ιδιο-κίνηση,
μια ιδιο-περιστροφή όπου λόγω της κυκλικής της φύσης,
το μπροστά είναι πίσω, το πίσω μπροστά,
όλες οι κατευθύνσεις χωλές υποσχέσεις,
όλες δείχνουν τελικά την κλειστή πορεία
αυτής της «στάσης».
Δεν είναι πως δεν μπορώ, δεν είναι πως δεν θέλω,
είναι ένα δέσιμο μέσα σε ένα δίχτυ που έχει πέσει πάνω στον κόσμο μου,
ένα δίχτυ που έχει μπλεχτεί με κάθε αιχμή, κάθε σπασμένη άκρη,
που απλώς πάλλεται με τα περάσματα των αλλαγών,
όπως το αντίστοιχο θαλάσσιο,
αφημένο σε έναν ξεχασμένο βυθό,
μόνο η αισθητική του θολού μπλε να προσδίδει αξία.
Και τι δηλαδή, μπορώ να επαναπαυτώ στην τραγική ομορφιά του αδιέξοδου αυτού;
Θέλω μήπως να μείνω μέσα του, τελικά;
Διαμελίζω το σώμα που με κρατά
κόβω ένα ένα τα κομμάτια για να εκτρέψω τη «σβούρα»,
σπάω, τεμαχίζω, πετάω,
και όσο το κολάζ του εαυτού μου παραμένει ορατό
-αν και αιμόφυρτο-
όλο και με μεγαλύτερη βία προσπαθώ να το διαλύσω
να του επιβάλλω την απελευθέρωση.
Αλλά η κίνηση συνεχίζει κυκλική, στριγγή,
διακεκκομένη,
σαν σκουριασμένου ανεμοδείκτη.
Ѻρέστης
Photo by: Panagiotis Vikatos