Το βήμα χωλό, ήσυχο, πολλές φορές παράταιρο στην σιωπή και την φασαρία, ανακουφίζει όμως όσους ακούν μοναχικά τις άκρες των δρόμων, όσους κρυφακούν τις ζωές των άλλων τόσο, ώστε κουρασμένοι πια να ξέρουν, πως μόνο με τα συρσίματα των φαντασμάτων νιώθουν την απαραίτητη οικειότητα, την απαραίτητη κατανόηση, την απαραίτητη ηρεμία.Γιατί μοιάζουν, αυτά και τα λεπτά τους βήματα, πολύ με τις ψυχές των ίδιων, ώστε αυτοί ακίνητοι και μελαγχολικοί να τα παρατηρούν σαν είδωλα στους καθρέφτες του κενού, όπως διαγράφεται μπροστά στα βλέμματα όσων ώρες δεν εστιάζουν, νηστικοί από εικόνες. Οι σιωπές μετά από κάμποσο ανοίγουν τόσο που πληγώνουν, πνίγουν, πλακώνουν και έπειτα αφομοιώνονται, σαν κούφιες κοιλότητες στο στήθος. Τα βήματα συνεχίζουν σχεδόν κούφια, αργά, υπό μια ιδέα κίνησης, δυνατή και προσανατολισμένη στον ίδιο βαθμό με τις άστατες κινήσεις των σκέψεων · θυμίζει αυτές, τις ρυθμίζει στο γενικό στιλ. Γι’ αυτό, όταν βρεθούν τα μάτια, τα αυτιά, τα σώματα, τα πέλματα των φαντασμάτων αυτών και των θεατών τους, βαθιά μέσ’ την οχλοβοή του μεσημεριού, σαν μια έκρηξη η σιωπή διαστέλλεται και ρίχνει τα απαραίτητα γκρίζα, σαν ημιδιάφανα καλύμματα στον ήλιο και στα πολλά ζωντανά στόματα, αντιστρέφοντας τις κοιλότητες χωρίς να τις ξεκολλήσει .
Ѻρέστης
Photo by: Panagiotis Vikatos