«Κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να αγαπηθούν» του είπα καθώς εκείνος με άκουγε με προσοχή. Θα έλεγα ότι δεν είναι αυτό που νομίζει και θα εξηγήσω αργότερα. Αλλά, εν κατακλείδι, ο καθένας μιλάει με όσα ξέρει. Γιατί να δικαιολογηθείς για κάτι τέτοιο; Αυτό, όμως, είναι άλλο θέμα άρθρου.
«Κάποιοι άλλοι ίσως να μην ξέρουν ότι θέλουν να αγαπηθούν. Τον ρώτησα, βλέπεις. Τόσο τυφλή. Μέσα στην ανάγκη για ένα καταφύγιο, τον ρώτησα αν θα με άφηνε να τον αγαπήσω. Γιατί, φίλε μου, σύντομα κατάλαβα ότι το να αγαπάς κάποιον δεν είναι μόνο δικό σου πρόβλημα. Όσα δικαιώματα και να πήρα από μόνη μου, όσα και να έκανα κατέληξα χαμένη και με ένα μόνιμο «γιατί».
»Τι εννοείς δεν καταλαβαίνεις; Όχι, δεν θέλουν όλοι να αγαπηθούν, ή δεν το ξέρουν. Για να τον αγαπήσω, έπρεπε να μου δώσει το ελεύθερο να εισχωρήσω μέσα του. Να μάθω τις ευαίσθητες χορδές του και να αναγνωρίζει ότι δεν θα τις εκμεταλλευτώ. Να χάνομαι στα χέρια του και να εισπνέει την αναπνοή μου καθώς μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μου λέει πως όλα θα πάνε καλά.
»Και ξέρω ότι γίνεται, φίλε… Το έχω δει να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Κι εγώ να τον κοιτάζω όταν κοιμάται. Tόσο γαλήνιος και σχεδόν δικός μου. Δεν θέλησε ποτέ να μάθει πόσο όμορφο τον έβλεπα. Ήθελα να ρουφήξω όλους τους δαίμονές του και να τους κάνω δικούς μου. Ας διαλυθώ, να πάει να γαμηθεί. Ακόμα και αν δεν το άξιζε. Νιώθοντάς με να απλώνω το χέρι μου να τον φτάσω, αυτός απέστρεφε το βλέμμα του και έκανε μεταβολή να φύγει, ώσπου μια μέρα εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο, μια για πάντα. Δεν μπορούσα να τον αρπάξω με τη βία και να μείνει εκεί, δίπλα μου. Αυτό δεν είναι αγάπη.
»Μα αυτό που είδα και σε αυτόν ήταν ο φόβος. Το καταλαβαίνεις αυτό; Πώς γίνεται να φοβάσαι έναν άνθρωπο που σου δίνεται; Μα έχει ευθύνη να κρατάς την καρδιά κάποιου στα χέρια σου, θα πεις… Αφού μπορεί να έχει τς γροθιές του ελεύθερες, γιατί να πάρει τέτοια ευθύνη πάνω του; Στην τελική, πού ξέρεις… Ίσως όλοι τους είναι παρτάκηδες, ή απλα κουράστηκαν να προσπαθούν». Τράβηξα μια τζούρα από το τσιγάρο μου, το οποίο κόντευε να τελειώσει. Ο συνομιλητής μου με κοίταζε με συμπόνια, τα έχει συνηθίσει να τα ακούει αυτά από ‘μένα.
«Δεν μου ανοίχτηκε ποτέ» συνέχισα λίγες στιγμές αργότερα. «Δεν έμαθα ποτέ τι έπαιζε στο κεφάλι του, ο τοίχος του ήταν πιο ψηλός από ‘μένα. Δεν ήθελε να τον μάθω. Ποτέ, άλλωστε, δεν του άρεσε να νιώθει εκτεθειμένος. Ούτε έμενα, το καταλαβαίνω. Μα εκτέθηκα και έμεινα να πεθαίνω από το κρύο απέναντί του απογυμνωμένη. Μια αδύναμη φωνούλα μέσα μου φώναζε «Άσε με να σε αγαπήσω». Ποιος ξέρει… Ίσως αν με άφηνε να έβλεπε ότι δεν είναι μόνος»
Έριξα μια μπουνιά στον καθρέπτη και το είδωλό μου, ο συνομιλητής μου, διαιρέθηκε σε κομμάτια. Έκλεισα το φως κι βγήκα από το δωμάτιο. Πρέπει πρώτα να αγαπήσω το κορίτσι στον καθρέπτη.
Ṃαίρη ₮ζέιν
Photo by: Jenni Elric