Περπατώντας στα σοκάκια μου.


Με αργό και ασταθές βήμα περπατάω σκυφτός. Κοιτάω κάτω και περιμένω να φτάσω στον προορισμό μου. Δεν είναι μακριά. Δύο στενά μου έμειναν. Αυτό της Αγάπης και της Ελπίδας να διασχίσω. Ποτέ δεν μπορούσα να κοιτάξω τι έχουν αυτά τα δύο σοκάκια. Μόνο το πλακόστρωτο του πεζόδρομου κοιτάω.

Στης Αγάπης έχει μάρμαρο μαύρο με άσπρες κηλίδες εδώ και κει. Είναι πεντακάθαρα και μυρίζει βασιλικός όταν περνάς. Περνώντας το σοκάκι της Ελπίδας, έχει πάρα πολύ φως που με τυφλώνει. Ποτέ δεν κατάφερα να δω τι πεζόδρομο έχει γιατί καίνε τα μάτια μου όταν τα ανοίγω έστω και σκυφτός. Επιτέλους, φτάνω στην υπερυψωμένη γέφυρα που διασχίζει την Λεωφόρο Αντιδράσεων, βγάζω την κουκούλα καθώς την περνάω και φτάνω στην πλατεία της Ανασφάλειας. Το στέκι μου. Εκεί που όλοι με ξέρουν με το όνομά μου και εγώ αυτούς με τα παρατσούκλια τους. Πρώτα είναι η ανασφάλεια, η βασίλισσα της πλατείας, μετά το πανέμορφο και δημοφιλέστατο κατοικίδιό της, το Άγχος, μετέπειτα ο αδελφουλης του άγχους, το Στρες. Σε μια γωνία η καταραμένη φίλη μου, η Αισιοδοξία.

Μεγάλες ποσότητες ρεαλισμού που καταναλώνει έχει γεμίσει τοξίνες σε όλο της το σώμα έχασε πρόσφατος τα μαλλιά της και παραμιλάει συνεχώς. Ξαπλωμένη, πεινασμένη και φανερά κακοποιημένη, μουρμουρίζει: «Πώς με έκανες έτσι; Γιατί με παρατησες στην δύσκολη στιγμή; Πάρε με μια αγκαλιά..» και ξεσπάει σε λυγμούς.

«Αισιοδοξία μου, θα σε σώσω, σου το υπόσχομαι. Τώρα τώρα πάω να σου βρω Όνειρα να γίνεις καλά». Και πάω προς την βασίλισσα της πλατείας. Με κοιτάζει αφ’ υψηλού και μου λέει με μια βαριά και διαπεραστική φωνή: «Πήγαινε να πάρεις, σε αφήνω»

«Μα δεν ξέρεις τι θέλω, βασίλισσα μου» της απαντώ. «Όλα τα ξέρω! Μην ξεχνάς, η καρδιά σου μου ανήκει» αντιγυρίζει.

«Έχεις δίκιο, θεά μου, πάω». Έσκυψα το κεφάλι και άρχισα να κατευθύνομαι προς το σπίτι του ντίλερ των ονείρων. Μια τεράστια βίλα έχει, απίστευτο κτήριο, τεράστιο και χλιδάτο. Ο φύλακας έξω με ρωτά: «Τι θα σας πουλήσουμε σήμερα, κύριε; Όνειρα; Έρωτα; Ασφάλεια; Για τι ενδιαφέρεστε;»

«Καλημέρα. Θέλω 10 όνειρα» απαντάω.

«Μάλιστα, κύριε, περιμένετε εδώ». Πάει μες στο κτήριο και περιμένω να επιστρέψει με τη σκέψη ότι θα «γιατρεψω» την Αισιοδοξία για λίγες στιγμές, να νιώσω κι εγώ καλά, έστω και για λίγο. Ξέρω ότι θα μου πάρει λίγο από την «πραγματικότητα» του εγώ μου, αλλά όλα έχουν ένα τίμημα, μου είπαν κάποιο πρόστυχο ξημέρωμα σε ένα δρόμο που είχα ξαπλώσει.

Μάλλον δεν θα χρειάζομαι το εγώ γιατί … «τα όνειρα είναι αληθινά. Τα όνειρα είναι αληθινά! ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΆ!» φωνάζει η ψυχή μου κάθε στιγμή που πάω να πάρω όνειρα.

«Εδώ είστε, κύριε. Την πληρωμή τη θυμάστε, έτσι;» με ρωτά αινιγματικά.

«Εννοείται. Ορίστε το κομματάκι σας. Καλή δουλειά!» είπα φεύγοντας με αργό βήμα Φτάνω στην Πλατεία της Ανασφάλειας και πάω να δώσω τα όνειρα στην Αισιοδοξία. «Ορίστε, έρωτά μου» της είπα γαλήνια και της έδωσα τα όνειρά.

«Ευτυχώς που με αγαπάς ακόμα» είπε με όσοι δύναμη είχε και δεν είχε. Μέτα τρώει όλα τα όνειρα που της έδωσα λαίμαργα και πεθαίνει στα χέρια μου από υπερβολική δόση. Παίρνω όλοι την αντοχή μου πηγαίνω στην γέφυρα πάνω από την Λεωφόρο Αντιδράσεων και πέφτω στο κενό…

Ηθικό δίδαγμα: Όσο υπακούς τυφλά την Αισιοδοξία, αυτή θα πεθαίνει από τα υπερβολικά όνειρα που εσύ εξαναγκάζεις το εγώ σου να τα θέλει.


₭όλιας

Photography credits: Panos Kimpou


 

 

 

 

 

 

 

©Κόλιας, Topicαπ 3/1/19
Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: