Έχοντας πάνω μου την οσμή της
Διαφέρω από τον έξω κόσμο
Κλεισμένος μες στην τρύπα μου μα θέλω να βγω έξω
Μπας και καταφέρω να μιλήσω με κάποιον άλλο.
Μυρίζω καμένο κρεμμύδι και χλωρό απήγανο
Με απεχθάνονται, ενώ τους αγαπάω
Έχω να δω χρόνια το φως γιατί φοβάμαι
Ίσως η μυρωδιά της απαισιοδοξίας μου να αρέσει σε κάποιον.
Περπατώντας στα σοκάκια μου
Έπεσε στην μύτη μου η καλύτερη μυρωδιά
Είχα αιώνες να την μυρίσω και πάω προς αυτήν
Έστω και αργοπορημένος, ίσως ξεφορτωθώ τη δική μου.
Απίστευτο!
Βρήκα ένα νέο! Πώς μου ξέφευγε;
Από ‘κει έρχεται και η μυρωδιά της αισιοδοξίας
Την τελευταία φορά που τη μύρισα, υπήρχα σαν ιδέα μόνο
Τελικά είναι μόνιμη η δικιά μου. Ίσως καλύτερα, ας είμαι μοναδικός.
ΥΓ: Αν το πρώτο πρόσωπο ήταν η σκέψη μας τότε η ανασφάλεια είναι ο διευθυντής της φυλακής όπου διαμένει η σκέψη.
₭όλιας
Photography credits: Mary Zacharaki