Ήταν από τις πιο άσχημες κούπες που έχω δει. Χρώμα μπεζ που ξεθωριάζει και ράγισμα στην άκρη του χείλους. Μια μυρωδιά φουντουκιού ανακατεμένη με καφέ έφτασε με απαλά κύματα στα ρουθούνια μου. Ακούμπησε την κούπα στα χέρια μου και με κοίταζε επίμονα μέχρι να κατεβάσω την πρώτη γουλιά. Ίσως για πρώτη φορά η γεύση του καφέ να ήταν το ίδιο όμορφη με το άρωμα του. Με τις ακτίνες του ηλίου να χτυπάνε την πορσελάνη της, η κούπα φάνταζε πλέον ροζ και το ράγισμα της είχε μετατραπεί σε μικρό σχέδιο από χρυσάφι. Αυτός, έκατσε δίπλα μου, ακούμπησε μαλακά το κεφάλι του στα πόδια μου και τρίβοντας τη μύτη του στο μπούτι μου με έκανε να αναρωτιέμαι αν προσπαθεί να πάρει τζούρα από τον καφέ ή από το δέρμα μου…
~
Το πιο γλυκό συνονθύλευμα, το φουντούκι με το άρωμα της. Πώς είναι δυνατόν η μυρωδιά οποιασδήποτε, να στέκεται τόσο επιβλητική και δυναμική δίπλα στη μιζέρια μου; Κουλουριασμένος στα πόδια της να δυσκολεύομαι να πάρω ανάσα, καθώς τα χρώματα και τα αρώματα της με έπνιγαν γλυκά. Αυτό το σπίτι ήταν άσχημο, μπεζ, ξεθωριασμένο και σε πολλά σημεία είχε ραγίσει. Μα όσο το λούζει ο ήλιος και βρίσκομαι στα πόδια της, το χρώμα του θα είναι ροζ. Το πιο γλυκό και καθαρό ροζ που έχω δει. Κλείνω τα μάτια μου.
~
Σχεδόν κοιμήθηκε. Ίσως και να ονειρεύεται ή ίσως και να ονειρεύομαι εγώ. Υποθέτω θα μάθουμε σύντομα. Διώχνω την κακόγουστη μυρωδιά που γλίστρησε για λίγο πάνω στη μύτη μου και απλώνω με προσοχή το χέρι μου, χωρίς να τον κουνήσω στο ελάχιστο, πιάνοντας ένα βιβλίο. Το βιβλίο στεκόταν δίπλα μας όλη αυτή την ώρα σαν άοσμο που πάλευε να φανεί πάνω από τη δική μας ιδιαίτερη μυρωδιά. Αποφάσισα να του διαβάσω λίγες σελίδες, μπορεί να τον κοιμίσω, μπορεί απ’ την άλλη να ξυπνήσω εμένα από το λήθαργο. Ανοίγω τυχαία σε μια σελίδα και το ρημαδιασμένο απελευθερώνει το πιο παλιό και επαναστατικό άρωμα που έχει περάσει από την όσφρηση μου. Οι πρώτες λέξεις που ξεφωνίζω ίσα που βγαίνουνε από το στόμα μου…
~
Έχω τα μάτια μου κλειστά, δε τη βλέπω, μα την αισθάνομαι. Η μυρωδιά του φουντουκιού και της επανάστασης διαπερνάει σιγά σιγά κάθε μέρος του σώματος μου. Κάτι μου διαβάζει, όμως με όλα αυτά τα αρώματα δεν ακούω τις λέξεις με τη σωστή σειρά. Νιώθω πιο ξύπνιος από ποτέ. Ανοίγω τα μάτια μου, μεταφέρομαι δίπλα της, έτσι ώστε τα κεφάλια μας να απέχουν μόλις μερικά εκατοστά, και αρχίζω να διαβάζω μαζί της. Τα βιβλία, ο καφές, αυτή… Δεν έχω νιώσει ποτέ πιο ζωντανός. Διαβάζοντας ταυτόχρονα τις λέξεις, συλλαβή προς συλλαβή, οι φωνές μας να δυναμώνουν σε κάθε γράμμα και λίγο περισσότερο, τα βλέμματα μας να συναντιούνται στο τέλος κάθε πρότασης και τα χέρια μας να δένονται ολοένα και πιο σφιχτά στο τέλος της παραγράφου. Με πλημμυρίζει περισσότερο από ποτέ η οργή για αγάπη και επανάσταση και είμαι σίγουρος, διάολε, πως το ίδιο νιώθει και αυτή…
Ӎαρίζα
Photography credits: Λούνα