Ήρθες με την τελευταία δροσιά της θάλασσας•
ο ήχος του βότσαλου που υποχωρεί
σε συνόδευσε μέχρι το σώμα μου
μια γεύση της αλμύρας που θα ακολουθούσε.
Το πρωί είχες ήδη φύγειίσως το ρεύμα σε τράβηξε πάλι
μάλλον ήμουν στεγνός
για την δική σου θάλασσα
το κύμα με ξέβγαλε
στο άδειο μου κρεβάτι.
Ναυαγός από έρωτα
με το αλάτι στο στόμα μου φρέσκο
και την αύρα στο δέρμα μου νωπή
μάταια σε αναζήτησα
στα βότσαλα που υποχωρούσαν
και τον γεμάτο αλάτι αέρα.
Στα σκεπάσματα πνιγόμουν
πολεμώντας να φτάσω
στον δικό μας βυθό
επιζητώντας την αλμύρα που πλέον έκαιγε
αγνοώντας το θρυμματισμένο από αλάτι δέρμα μου.
Δεν με έπνιξε το βάθος
μήτε η αλμύρα που κατάφαγε
την τελευταία μου ανάσα
μα η θέα των άλλων ναυαγών
που είχες αφήσει πίσω σου
να καίγονται με το ίδιο πάθος
και να βυθίζονται με την ελπίδα
πως το κύμα θα σε ξεβγάλει πάλι
στις αδύναμες πλάτες τους.
Δεν είχα φανταστεί
όταν βουτούσα στα νερά σου
πως αυτά θα με βούλιαζαν
από το επόμενο κιόλας πρωί.
Από καπετάνιος είχα γίνει ναυαγός
πειθήνιος στο δικό σου ρεύμα
γνωρίζοντας ότι παρασερνόμουν
από την τρικυμία που γεύτηκα στα χείλη σου.
Σίσυφος
Artwork by: Maria Korompili