Η μέρα που ανεβαίνει, δίνοντας χώρο στον αναβράζοντα αέρα,
με την ζέστη λιώνει τις άκρες των ματιών,
ώστε σαν κουρτίνες κρέμονται οι όσες σκέψεις,
μουδιασμένα άκρα, σαν παράταιρα, σαν ξέχωρα,
με την απόλαυση αυτής της ουδετερότητας
ηρεμιστικό που σε πλακώνει.
Αναρωτιέσαι μεσ’ την ζάλη αν δικαιούσαι στιγμές αδράνειας,
αν δηλαδή πέφτεις χάμω,
ηττημένος απ’ το αόρατο βάρος του μη-καλοκαιριού,
νομίζοντας πως το λύγισμα είναι το μικρό διάλλειμα-δώρο,
ή πιστεύοντας πως ξεκουράζεσαι ξεψυχώντας, λίγο,
κάτω από αυτόν τον ήλιο.
Το σώμα όμως δεν υποτιμά την θάλασσα που ανακατεύεται πιο κει,
τον παφλασμό που γεμίζει τον κίτρινο αέρα,
δεν υποτιμά ούτε υπερεκτιμά την αλμυρή γεύση, το χρώμα αρμυρικιών,
την άμμο που τυλίγει.
Ευχάριστα εξουθενωμένος αναρωτιέσαι σιωπηλά,
απολαμβάνοντας την ισοπέδωση, με το στραβό χαμόγελο
το οποίο αυθόρμητα σχηματίζεται για να σατιρίσει
μια κατάσταση βαθιά ακατανόητη, ξένη πια και επαρκώς λυτρωτική.
Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, μα οι σκέψεις, όπως είπαμε,
κουρέλια σε νοητές βέργες, να οπτικοποιούν με το αργό τους σάλεμα
τον αόρατο αέρα που χορεύει,
δροσίζοντας ευτυχώς το κάψιμο που σταδιακά σε γδέρνει.
Αιώνια υπό του ανακριτικού αυτού φωτός,
ενδοσκοπικά σε περιεργάζεσαι, μήπως τώρα, στην χαλαρή στιγμή τούτη,
αποκαλυφθεί μια κρυφή αλήθεια,
μερικά αποκόμματα πραγματικοτήτων καιρό προσπερασμένων,
κάτι θεμελιακό που σου ξεφεύγει.
Ο ήλιος αυτός που σβήνει, καίει απλώς, χωρίς κανέναν σύνθετο συμβολισμό,
αποχαυνώνει για να απελευθερώσει, πονάει για να θυμίσει.
Είναι μια πολυτέλεια, τελικά, να αφήνεσαι, να φαντάζεσαι,
να μην περιμένεις.
Ορέστης
Photography credits: Despina Niki