Μια βαθιά αναπνοή πριν το άλμα,
ο κρύος υγρός αέρας δεν μπορεί
να διώξει απ’τα πνευμόνια μου
τη ζεστασιά των χνώτων σου.
Πηδάω.
Ένας μακρύς δρόμος ως το κράσπεδο
γεμάτος σύννεφα και καπνό,
χορεύει ο ουρανός μου στο ρυθμό
μιας φωνής που αντηχεί από μακριά
πόσο, αν είναι δυνατόν, σε θέλησα
ακόμα και τώρα που πέφτω
προς την πιο οριστική μου παύση.
Έφτασα.
Ένα μεγάλο κύμα με αγκάλιασε,
σαν το τσιμέντο να έγινε νερό
και το τέλος μου να πήρε παράταση
στο βυθό μιας θάλασσας που μ’έπνιξε
τάζοντάς μου την αλμύρα
των δακρύων που έσταξα για σένα.
Βυθίστηκα.
Ώσπου τα χρώματα σκοτείνιασαν
τα ψάρια εξαφανίστηκαν
και το νερό αραίωσε
λες και δεν ήμουν πλέον στον βυθό
αλλά στην κορυφή του κόσμου μου,
έτοιμος πάλι να βουτήξω
προς το τέλος μου,
για σένα.
Γοητεύτηκα.
Ίσως κάποτε η πτώση σταματήσει,
το ξόρκι ξεθωριάσει
και το μαγεμένο μου σώμα πάψει
να κινείται ανήμπορο προς το δικό σου,
αρκεί κάποτε τα χείλη σου
να σχηματίσουν στα δικά μου
το όραμα που θα με πείσει,
να μην βουτάω πλέον στο κενό,
αφού σε νιώθω δίπλα μου.
Σίσυφος
Photography credits: Kerasia Mp