Στέκεσαι, σκύβεις, κόβεις το σαν αποξηραμένο άνθος λεβάντας,
αυτό διαλύεται αμέσως σε δεκάδες μικρότερα, παλιότερα.
Ακόμη κρατάς τη μυρωδιά στα δάκτυλα
και αφήνεις τη στιγμή να κοπεί με την αιχμή ξαφνικής ακτίδας,
φαίνεται ο άνεμος, αν και δεν σε φτάνει,
γέρνει τα κλαδιά των κυπαρισσιών,
εκτελώντας χορευτικό παιχνίδι μάσκας με τον ήλιο.
Η γοητευτική αυτή χειρονομία,
φόρεμα που λύνεται, άκρες που ανακατεύονται,
αγκαλιά, περιβρεχόμενο σώμα στον ελαφρύ αέρα,
παρασύρει τον βηματισμό, υπνωτίζοντας τις εικόνες, τους ήχους,
κοιμίζοντας τις λέξεις,
καθώς αυτές πέφτουν κενά κελύφη,
ακουμπούν άμαζα φτερά.
Τα γεγονότα σαν κλωστή κόκκινη ξετυλίγονται απ’ το στήθος,
αδειάζουν κάτι μέσα, εκπληρώνουν με κάποιον περίεργο τρόπο,
ρυθμική μουσική συνοδεύει την δύση,
η γλύκα του μεσημεριού, σαν θαλασσινό στεγνό αλάτι,
σαν χυμός σύκου επιμένων στα χείλη,
αλλά πιο πολύ, σαν το θυμάρι που σφυρίζει
με τις αύρες που παρασέρνει ο ουρανός καθώς καταβυθίζεται,
αφήνοντας το δροσερό άγγιγμα της μεγάλης σκιάς
λυπητερό αναπτέρωμα στην σάρκα.
Ορέστης
Photography credits: Mariza Nanou