Μία στάση λεωφορείου τυχαία
βαμμένη με σκοτεινό μωβ περασμένου ήλιου,
το πρώτο αστέρι πάνω απ’ τα μαύρα κτήρια,
κόντρα στο μεταλλικό πλαίσιο,
έτοιμο να κρυφτεί απ’ τα πολλά πρόσωπα πίσω απ’ τα τζάμια.
Ένα πεζοδρόμιο πλατύ να δεχτεί άσκοπους περιπάτους,
και κάποιος δαίδαλος από σοκάκια νοτισμένα χλωμά χρώματα της νύκτας.
Η μεταλλική γέφυρα που κρέμεται πάνω απ’ το τραίνο,
εξώστης στην ρυθμική σκηνή στημένη από ράγες.
Το χέρι σου καθώς πέφτει ο ήλιος σε αλμυροχαραγμένα βράχια,
το άρωμά σου όπως το φορά ο αέρας.
Μακριοί ίσιοι δρόμοι και άδεια αυτοκίνητα που σχίζουν βράδια χωρίς πλοκή.
Η στροφή στο μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα,
λίγο πριν την πλαγιά, λίγο πριν περάσουμε άλλη μία φορά.
Ένα πεζούλι ντυμένο αύρα ζεστή
ώστε τα μάτια να μετρήσουν τον παχύρευστό χρόνο αμέσως μετά την δύση,
ακίνητο, άδειο από φωνές,
πλάι σε φορτωμένη συκιά, δεκάδες τα σάπια σύκα,
ξερές σκιές φρύγανων η απλωσιά του ορίζοντα,
όσες απλωσιές, κρυμμένες, που κρατιούνται σε ένα μόνο κεφάλι.
Photography credits: Panos Kimpou