Στον αέρα είχε μείνει η μυρωδιά
μιας βροχής που δεν προλάβαμε
και κάθε λίμνη με νερό στο δάπεδο
καθρέφτιζε το πρόσωπό σου.
Σταματήσαμε αβέβαια στη διάβαση
μα πριν ανοίξει το φανάρι σ ’ερωτεύτηκα,
νόμιζα η κίνηση πως σώπασε
τα βήματά μας καλύτερα ν ’αφουγκραστώ.
Τα δέντρα τριγύρω μας ψιθύριζαν
όσα δεν τολμούσα να ψελλίσω
μα έφταναν σε σένα αεράκι ελαφρύ
χάνονταν σε πεσμένα φύλλα δίχως ν ’ακουστούν.
Τα φώτα τριγύρω ψυχρά
ένα τρεμόπαιξε πάνω απ’ τις τούφες μου
όταν γύρισες να θαυμάσεις τη φιγούρα σου
να φωτίζει την ανάκλαση των ματιών μου.
Περνάω συχνά και κοντοστέκομαι
πικραμένος μάταια αποφασίζω
να περάσω αντίθετα στη διάβαση
μήπως συναντήσω τον φοβισμένο μου εαυτό.
Βρίσκομαι ξαφνικά περιπλανώμενος
στην ίδια βροχερή διασταύρωση
γεμάτη δρόμους χωρίς προορισμό
περιμένοντας το επόμενο φανάρι.
Photography credits: Marina Lazari