Γυρνούν και επιτέλους σε κοιτούν.


Το φανάρι για τους πεζούς είναι κόκκινο. Ο δείκτης μετρά αντίστροφα: 29,28,27… Νιώθεις τις κρυφές ανάσες κόσμου, δεξιά, αριστερά, πίσω σου, απέναντί σου ολόκληρη σειρά. Όλοι κρατάνε μια απόσταση, ίσα που να μην σου ακουμπάνε τα ρούχα. 10, 9, 8… Ριπή ανέμου σε κτυπά στο πρόσωπο και ανατριχιάζεις απ’ το κρύο χάδι. Το φως άναψε και ξεκινάς. Στο μέσο της διάβασης περπατάς μόνος σου, το συνειδητοποιείς με ξηρό δισταγμό.

Κοιτάς μπροστά και ολόκληρη η σειρά των ανθρώπων είναι ακίνητη. Στρίβεις πίσω και ολόκληρη η σειρά των ανθρώπων που άφησες είναι ακίνητη, και αυτή. Όχι μόνο είναι ακίνητη, αλλά σε κοιτά. Ναι, κάθε ένα πρόσωπο σε αντικρύζει και εστιάζει το βλέμμα του σε εσένα. Σαν τμήμα αμφιθεάτρου, παράταιρου και όρθιου. Γυρνάς απότομα μπροστά και, μα και εκεί όλα τα βλέμματα σε εμβολίζουν. Ο σπασμός της κανονικότητας σε περιλούζει ξαφνικά με τετριμμένες ανησυχίες: το φανάρι είναι ακόμη ανοικτό; Τα αυτοκίνητα έρχονται πάνω μου; Μα το φανάρι είναι παγωμένο στο «2» και αυτοκίνητα πουθενά. Ο δρόμος κοίτη παγωμένου αέρα. Γίνεσαι υπερβολικά ευαίσθητος σε μικρούς ήχους, όπως το γρατζούνισμα των ξερών φύλλων πλατανιού στο οδόστρωμα, ένα ξέστρατο περιτύλιγμα που τα ακολουθεί…ψάχνεις και άλλες πηγές θορύβου, μα βρίσκεις μόνο άγχος να συσσωρεύεται στα αυτιά σου, μόνο τον ξέφρενο ήχο του αίματος. Κοιτάς επίμονα τον κόσμο και προσπαθείς να βρεις λογική εξήγηση. Ίσως αν τους αγνοήσεις να προσπεράσεις αυτό το συμβάν αρκετά γρήγορα ώστε σύντομα να αρχίσεις την διαδικασία αμφισβήτησής της ανάμνησής του. Προχωράς διστακτικά και παγώνεις. Όλοι, ξαφνικά, από όλες τις μεριές, ξεκίνησαν να σε πλησιάζουν, πάντα με το βλέμμα καρφωμένο, πάντα με το βήμα μηχανικό, το σώμα άκαμπτο, μη φυσικό. Μέσα σε μία στιγμή αυθορμητισμού συνεχίζεις μπροστά, με την ελπίδα να προσπεράσεις το μετωπικό αυτό κύμα. Ακόμα και στα ελάχιστα μέτρα που απομένουν μεταξύ σας, τα βλέμματα είναι συνεχώς καρφωμένα πάνω σου. Σημαδεύεις ένα κενό ανάμεσα σε δύο ώμους – μια κοντή μεσήλικη κυρία με σκούρο πράσινο παλτό και ένας συνομήλικος σου τυπάς με μαύρο φούτερ- και σπρώχνεις ανάμεσά τους. Οι ώμοι σμίξανε αστραπιαία και σε πιάσανε σαν σκληρό δίκτυ. Τους δύο αυτούς ανθρώπους σχεδόν τους έριξες κάτω, μα στηρίχτηκαν στο πλήθος πίσω τους. Καταλήγεις περιτριγυρισμένος από παντού, σαν το θήραμα στο κέντρο. Σε κοιτούν σαν ζόμπι, αμετακίνητοι, ανδρείκελα που θυμίζουν ανθρώπους μα τα ένστικτά σου τα αποκαλύπτουν ως θηρευτές κενούς, χωρίς νοημοσύνη, χωρίς αισθήματα, ξένους στην σκέψη και στην ταυτότητα. Το αίμα κτυπά τόσο δυνατά στο κεφάλι σου που νιώθεις την γεύση μετάλλου στα δόντια. Τι μπορείς να κάνεις; Γιατί, αλλά ποιο πολύ, τι συμβαίνει; Ακούς έναν κρουστό ήχο και γυρνάς απότομα. Παρατηρείς ένα μικρό κοριτσάκι, με ροζ μπουφάν και διαφανή πλαστική κουκούλα ριγμένη πίσω. Το ένα χέρι του κρατά το χέρι της μητέρας του δίπλα και το άλλο είναι σηκωμένο, σε στάση τινάγματος. Το κοιτάς. Το βλέμμα του σε κοιτά σαν να σε περιεργάζεται, σαν να περιμένεις, αλλά χωρίς ξεκάθαρη πρόθεση. Το χέρι κατεβαίνει απροειδοποίητα και ένα μικρό πετραδάκι πέφτει στο γόνατό σου. Δεν ένιωσες τίποτα πέρα από το άγγιγμά του. Ξαφνικά αμέτρητα χέρια σηκώνονται ταυτόχρονα, ενώ τα αντίστοιχα πρόσωπα δεν αλλάζουν έκφραση. Δεκάδες πέτρες σε κτυπάνε από όλες τις μεριές και σκύβεις να προστατευτείς, κουλουριάζεσαι με εκτεθειμένη την πλάτη στο βρώμικο οδόστρωμα, ίσα με τα αμέτρητα παπούτσια. Τα κτυπήματα σε βρίσκουν, όλα τους, μα κανένα δεν πονά. Η απρόσμενη αυτή αίσθηση σε ανακουφίζει, σχεδόν σε ευχαριστεί, μοιάζει με μακάβρια έκδοση μασάζ. Ακόμη και όταν σου σκίζουν το πρόσωπο ή το εκτεθειμένο κάτω από τα διαλυμένα ρούχα δέρμα, πάλι δε νιώθεις τίποτα πέρα από τη ζεστασιά και τη σχεδόν ευχάριστη αίσθηση της πίεσης και το έντονου αγγίγματος. Γελάς με αίμα στα μάτια, γιατί τίποτα δεν έχει νόημα, τίποτα δεν είναι ερμηνεύσιμο, αναμενόμενο, σημαντικό. Το σώμα σου διαλύεται και εσύ ημί-τυφλος ουρλιάζεις για να τονίσεις πως υπάρχεις ακόμα στις καταστραμμένες αισθήσεις σου. Θες τόσο πολύ να πονέσεις, να τους επιτεθείς, να τους σφάξεις όλους για να ελευθερωθείς, να βρεθείς στα λίγα ελεύθερα μέτρα πιο εκεί, από όπου μπορείς να τρέξεις… Μα αποδέχεσαι την λιωμένη σου φύση και καταδύεσαι στην μάζα της προηγουμένως αποτελεσματικής και καθημερινής σου μορφής.

Photography credits: Panos Kimpou

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: