Δεν ήρθες ποτέ να κοιμηθούμε μαζί.
Ούτε στον πόνο,
ας ήταν η αγκαλιά παρηγοριά
χωμένη στα σεντόνια θα σκέπαζε
κάθε νυσταγμένη μας σκέψη.
Ούτε στη χαρά,
κάθε στιγμή που σχεδιάζαμε
ο ένας στο βλέμμα του άλλου
δεν είδε το κενό μας να κλείνει.
Ούτε στο παρελθόν,
κάθε νύχτα μας χώριζε απρόθυμα
κάθε επόμενο πρωί πάσχιζα
πως ξεμάκρυνες τόσο να δεχτώ.
Ούτε στο μέλλον,
δυο βράδια δεν πρέπει να αρκούν
το σκοτάδι να μαλακώσουν
μήπως κοιμηθούμε επιτέλους ανάλαφροι.
Έρχεσαι πάντα απρόσκλητη.
Εγώ πάντα άοπλος, παραδίνομαι·
σε στιγμές που μας διέφυγαν
εισπνέω όσες περισσότερες μπορώ πριν φύγεις
να σβήσεις μόνο στην πρώτη ξύπνια εκπνοή.
Μου λένε γίνεσαι βραχνάς,
μυρίζουν τα χνώτα μου ανεκπλήρωτο
και όσοι δεν μπορούν να το γεμίσουν
στο πρώτο ρεύμα δίπλα μου ασφυκτιούν.
Τουλάχιστον όμως έρχεσαι,
πάντα αφότου κοιμηθώ
και τα σκεπάσματα ρίχνεις στους ώμους μου,
ο πιο τρυφερός εφιάλτης.
Photography credits: EL