Πριν αρχίσω, ας βγάλω κάποια πράγματα από τη μέση. Αυτό ΔΕΝ είναι ποίημα. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για αυτό, αφενός εγώ δεν είμαι ποιητής. Ο κύριος λόγος είναι ότι τώρα δεν είναι καιρός για ποιήματα, ακόμα και να είναι όμως, αυτά έχουν γραφτεί και ξεχαστεί καιρό τώρα. Βρίσκω παρηγοριά να καλύπτω τους δικούς μου στίχους κάτω από την μάσκα του Σίσυφου αλλά στο συγκεκριμένο οφείλω στον εαυτό μου και στον σκοπό μου να βγάλω την βολική μου μάσκα. Παναγιώτης, λοιπόν, χάρηκα. Ας αρχίσουμε σιγά-σιγά λοιπόν.
Κάποιος πολύ σπουδαιότερος από εμένα έγραψε κάποτε:
Ο ΑΤΥΧΗΣ
Μα τέτοιο βάρος φοβερό για να το φορτωθώ
Θα χρειάζονταν, Σίσυφε, τα δικά σου κουράγια!
Και μολονότι για το έργο το λεν τα κότσια,
Η Τέχνη μακρά κι ο Χρόνος βραχύς.
Μακριά από των επισήμων τις κηδείες,
Βαδίζοντας σε κοιμητήρι ερημικό,
Η καρδιά μου σε απόκρυφο ρυθμό,
Πένθιμες παιανίζει τυμπανοκρουσίες.
Όμως κοιμάται κάθε κόσμημα θαμμένο
Στα σκοτεινά και σα λησμονημένο,
Μακριά πολύ από νεκροθάφτες κι εκσκαφές,
Κάθε άνθος, που τριγύρω, θλιβερό,
Το άρωμά του το γλυκό σκορπά σαν μυστικό
Μες τη βαθύτατη μοναξιά του.
(Κ.Μπωντλαίρ, Τα Άνθη του κακού, μτφρ. Μ. Παπουτσοπούλου)
Πάντα με προβλημάτιζε το βάρος της λέξης. Ένιωθα ότι κρύβει ένα μυστικιστικό νόημα, αντιληπτό μόνο από τους μελετητές των Ιερών Τεράτων της Τέχνης. Ιερόσυλος εγώ αν ζητήσω να μου το μεταλαμπαδεύσουν λοιπόν και βλάσφημοι εκείνοι αν όντως το πράξουν. Όσο ο καιρός περνούσε και το κομοδίνο μου γέμιζε με περισσότερες ποιητικές συλλογές, άρχισα να προβληματίζομαι για την ειδική βαρύτητα της λέξης. Πώς γίνεται άνθρωποι ικανοί να καθηλώσουν τη σκέψη τους στο χαρτί για κάθε επίδοξο -και μη- αναγνώστη να ανέχονται τέτοια εσωστρέφεια στην τέχνη τους; Μήπως εγώ κατάλαβα κάτι λάθος; Μήπως εντέλει, αν και αυτό πάντοτε το πρόφερα διστακτικά, μην φανώ αλαζόνας, είμαι και εγώ ποιητής; Ο καιρός περνούσε, τα βιβλία στο κομοδίνο συσσωρεύτηκαν και τα Ιερά Τέρατα έμοιαζαν να είχαν χάσει το αλάθητό τους. Το μυαλό μου, που είχε συνηθίσει να βλέπει ποιήματα μόνο σε συλλογές αναγνωρισμένων ατόμων, άλλαξε το κριτήριό του.
Η καλύτερή μου φίλη σε μια κουβέντα κάποτε μου ανέφερε με απόλυτη φυσικότητα «Το ταλέντο, βρίσκεται στην απόκριση». Με προβλημάτισε τότε, με προβληματίζει περισσότερο ίσως τώρα αλλά αυτή η φράση αποτέλεσε το τελευταίο ίσως κομμάτι του Πάζλ της τέχνης μου για μένα. Η Ποίηση από εξαιρετικό προνόμιο των απλησίαστων διανοούμενων αλλοτινών εποχών έγινε ξαφνικά ήχοι και κινήσεις που χρωματίζουν την αύρα καθενός. Απέκτησαν τα πρότυπά μου παρέα στο πρόσωπο εκείνου που βοήθησε χωρίς να του ζητηθεί, εκείνης που δεν φοβήθηκε να μιλήσει ενάντια στο καθεστώς που ορίζει την τέχνη της. Αμφιβάλλεις πως δεν είναι ποιητές; Επειδή ποτέ δεν θαμπώθηκες από φτηνές γλωσσικές εκρήξεις αμφισβητείς μήπως η αύρα τους δεν έλαμψε; Στον ουρανό δεν λάμπουν μόνο τα πυροτεχνήματα που εξαφανίζονται μα και αστέρια. Και αν το φως τους μοιάζει πολύ μακρινό, για τούτο φταίει μόνο η απόστασή μας από εκείνα…
Ποιητής, λοιπόν, αυτός που ενσαρκώνει το πνεύμα των σκέψεών του και ας μην τις δει ποτέ να γίνονται στίχοι και δερματόδετες εκδόσεις. Γίναμε, δηλαδή, όλοι ποιητές, να παραγγείλουμε δάφνες για τα στεφάνια μας; Δεν θα το έλεγα, μάλλον το αντίθετο. Σε μια συγκλονιστική τοποθέτησή του προ ολίγων ημερών σε τηλεοπτική εκπομπή ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσαφούλιας δήλωσε: «Δεν υπάρχει μεγάλος καλλιτέχνης αν δεν γίνει πρώτα σπουδαίος άνθρωπος». Αλήθεια, πόσοι το πιστεύουμε αυτό; Πόσοι δικαιολογούμε συμπεριφορές μισαλλόδοξες σε προσφιλείς μας καλλιτέχνες εξαιτίας του έργου τους; Πόσα έλα μωρέ έχουν ακουστεί ως συγχωροχάρτια για τις στιγμές γέλιου, λύπης ή περισυλλογής που μας έχουν προσφέρει ποιητές, τραγουδιστές, ηθοποιοί; Πρώτα κατηγορώ τον εαυτό μου, συγχωρώ την έπαρση των ταλαντούχων που αδιαφορούν για τα κοινά ώστε να προφυλάξουν το έργο τους. Πόσο ποιητικό να είναι όμως το έργο κάποιου με αντικοινωνική αισθητική; Σημαντικότερα ίσως, πόσο πιστευτό το νόημά του;
Δεν μακρηγορώ άλλο, να σας ευχαριστήσω κιόλας που φτάσατε ως εδώ. Μόνο κάτι τελευταίο, για εσένα που το διαβάζεις. Ζήσε σαν ποιητής, ενσάρκωσε τα ιδεώδη που αναπνέεις και παρακίνησε και άλλους να κάνουν το ίδιο. Μίλα, αντί-μίλα και φώναξε αν χρειαστεί, τόσο ώστε να αποκαλύψεις τις σκέψεις που θέλεις να σε γεμίζουν. Μην αφήσεις την ποίησή σου να σωπάσει επειδή άλλες τολμούν να διατυπώνονται αυταρχικά ως καθεστώς. Βρες τον επόμενο σου στίχο και άφησέ τον άγραφο, αρκεί αυτός να σε οδηγήσει στην επόμενή σου πράξη. Όχι «γιατί τώρα μίλησε;» αλλά «από τώρα θα μιλάω και εγώ», θα βρεθούν σίγουρα αρκετοί να σε ακούσουν.
Οι στίχοι όλων μας θα γίνουν καλύτεροι, όχι πλέον προσκλήσεις σε ιδεώδη μακρινά αλλά ταπεινά πρακτικά των αντίλαλων μιας κοινωνίας γεμάτη με ενσαρκωμένα ιδεώδη. Άσε τους στίχους στην άκρη λοιπόν και γράψε, αντίθετα σε όλους εμάς τους δειλούς που κρυβόμαστε. Γράψε στιγμές και χαμόγελα στα μάτια όσων αγαπάς, γιατί ποτέ κανένας στίχος δεν πρόκειται αυτά να τα ενσαρκώσει. Ιδού η Αρχή της Ποίησης.
Photography credits: Kornilia H.