Περιμένοντας να έρθει πάλι η θλίψη να με πάρει,
με τα κόκκινα φουστάνια της,
με τα χρυσά κυματιστά μαλλιά της.
Δεν φοβάται να χορέψει στις σκάλες και να με αρπάξει,
με το γεμάτο υποσχόμενο βλέμμα της.
Προσπερνά τις χαρές,
κάνοντάς τις μόνιμα κάδρα στον τοίχο
που περνώντας από κει να με πιάνει ρίγος.
Προσπερνά τα ανοιχτά ταλαιπωρημένα χέρια,
που ξεδιπλώνονται για μία θερμή αγκαλιά.
Οι αιώνιες ζωγραφιές που, αν το σμίγμα των χρωμάτων
ανακατευτεί κατάλληλα,
δημιουργούν τον θαυμασμό στην όψη.
Μα ποιος πιστεύει πως ό, τι διακρίνει ο οφθαλμός,
είναι και η κραυγή της ζωγραφιάς;
Παντού συναντώ αντικείμενα που μόνο αυτό δεν είναι.
Υπόσχονται πως θα βγουν από εκεί,
για να παρουσιαστούν ως οντότητες συναισθημάτων.
Ω, άνθρωποι, που ποτέ δεν λησμονήσαμε
τον χαμό των φόβων.
Ο Φόβος τριγυρνάει πάντα στα ξύλινα τραπέζια
που τρίζουν, για να απομακρύνουν την μοναξιά.
Είναι εκεί, κοιτάει με γουρλωμένα μάτια
σαν να θέλει τη φυγή από τη φυλακή μου.
Είναι εκεί, περιμένει πότε θα ακουστεί
ο ήχος της ξύλινης διαπεραστικής πόρτας,
που ο ερχομός του είναι σύμβολο
ασφαλισμένων παραθύρων.
Με εκτίμηση, το κορίτσι μιας άλλης εποχής
Εύα
Photography credits: George Dragas