Πρωινά τελετουργικά


Βαθιά ανάσα. Είχα αρκετά περίεργα όνειρα, ξύπνησα πριν λίγο, αυτός είναι και ο μόνος λόγος που τα θυμάμαι, έστω και σε σμίκρυνση. Ένας πρώην, ένας αδιάφορος αντιήρωας μιας καθαρά μπίντζ σειράς, όπου δεν συμπαθώ καν, να τα λέμε και αυτά. ‘Ήμασταν, λέει, σε μια πισίνα, έπινα κάτι -νομίζω, δε θυμάμαι- πήγα να καπνίσω και πριν το καταλάβω, το τσιγάρο είχε κοπεί στη μέση. Μια τέλεια γραμμή ανάμεσα σε εμένα, το χώρο και το αντικείμενο του πόθου. Εντάξει, όχι και πόθου αλλά μια ζωτική σημασία την έχει το ρημάδι. Βέβαια, προσπαθώ να το κόψω, για ακόμη μια φορά, αλλά μάλλον τα καταφέρνω. Όπως και να έχει, ήταν περίεργο όνειρο.

Ξύπνησα. Όχι ακριβώς με τη θέλησή μου αλλά ένα ακόμη πιο περίεργο όνειρο άρχισε να με πλησιάζει και να με σκοτεινιάζει, το περιεχόμενο του οποίου δεν έχω καμία μνήμη αλλά, ναι, είμαι σίγουρη ότι ήταν εκεί για να μου ανακατέψει το πεινασμένο πρωινό στομάχι.

Σηκώνομαι. Νιώθω το κρύο να με διαπερνά παρέα με την απαίσια υγρασία που δε λέει να φύγει. Τυλίγομαι με τη ζακέτα-πάπλωμα-σπίτι που έχω πάντα στη καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και πάω σαν υπνωτισμένη κοντά στο μόνο πράγμα που κάθε πρωί με κάνει να νιώθω ασφάλεια και ζεν, όσο γίνεται κάτι τέτοιο. Σέρνω τα πόδια μου σα να κάνω πατινάζ στο μάρμαρο από το δωμάτιο μέχρι την κουζίνα και πάω να πω καλημέρα στη καφετιέρα. Ξεκάθαρα αντικείμενο λατρείας, μόνο άλταρ δεν της έχω φτιάξει με κρυστάλλους γύρω γύρω και τα συναφή… Αλήθεια, αποτελούμαι από καφέ, όλες μου οι στιγμές γυρίζουν γύρω από το καφέ.

Καφές. Ουφ, αποσυντονίστηκα. Βλέπω τον απέναντι να βγαίνει στο μπαλκόνι από το διπλό παράθυρο της κρύας πρωινής κουζίνας μου. Φοράει το κλασσικό του μαύρο φούτερ και καπνίζει. Πίσω στα δικά μας, βάζω νερό, ρίχνω νερό, παίρνω φίλτρο, βάζω καφέ, μη παραλείψω πως σαν σωστό τζάνκι, έχω κάτσει και έχω σνιφάρει το μισό σακουλάκι, πριν πατήσω το κουμπί και -ντιν- ακούσω το μαγικό ήχο που κάνει κάτι μέσα μου να μπαίνει λιγάκι στη θέση του.

(Επειδή) Ανυπόμονη, πάω να πλυθώ, χτενιστώ και τα σχετικά. Εννοώ, ας μη γίνω ακόμη η κυρία με τα πολλά γατιά και τον σαραντάρη ανιψιό με τη μπλε χνουδωτή ρόμπα και τις γκρι παντόφλες, με τη μούρη σκύλου να εξέχει σαν απομεινάρι από ελαττωματικό λούτρινο ζωάκι πάνω στην κάθε μια. Αφού έχω γίνει κατά το ήμισυ άνθρωπος, και μπορώ να βγω στο μπαλκόνι χωρίς να νιώθω πως όλοι με κοιτάνε και όλοι βλέπουν την οδοντόκρεμα στο φούτερ και τις διαφορετικές κάλτσες, το σπίτι έχει μυρίσει καφέ, η υγρασία έχει σταματήσει να με ενοχλεί τόσο και είμαι (σχετικά) χαρούμενη.

Photography credits: Luna

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: