Είναι πρωί. Δεν κοιμήθηκα καλά χθες, με είχε πιάσει άγχος. Είχε πολύ αέρα έξω και όλα έκαναν θόρυβο.
Πίνω την πρώτη γουλιά καφέ και θολώνουν τα γυαλιά μου.
Καφές με γεύση πλυντήριο πιάτων γιατί ήμουν ανυπόμονη.
Πίνω τη δεύτερη γουλιά πολύ γρήγορα και καίγομαι. Όχι, δε θα χαλάσει η διάθεση μου, απλά μάλλον δε θα μπορώ να νιώσω γεύση για τις επόμενες δυο μέρες.
Γεύση; Μα τι λέω… Τελευταία όλα φαίνεται να διαλύονται στο όξινο υγρό του στομάχ(ι)ου, πριν καν καταλάβω ότι ακούμπησαν τη γλώσσα μου.
Προσπάθησα να είμαι παραγωγική, αλήθεια… Ίσως και να δούλεψε για μια εβδομάδα. Ίσως και να είπα στη ψυχολόγο μου ότι είμαι καλά, βγαίνω λίγο έξω, κάνω πράγματα. Για μια βδομάδα.
// 1 λεπτό μετά
Προσπαθώ να διαβάσω για την ερευνητική (μου).
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
Ακούω τα μηχανάκια έξω να περνάν, έχει ήλιο και εκνευρίζομαι.
Εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου που δεν είναι καλά πάνω από δεκάλεπτο, εκνευρίζομαι που δεν μπορώ να συγκεντρωθώ πάνω από δεκαπέντε.
Εκνευρίζομαι με τον ήλιο και τον μετεωρολόγο που είχε πει βροχές.
Με τον κόσμο που είναι έξω και με κάνει να νιώθω άσχημα που πρέπει ή δεν πρέπει να μείνω μέσα, αλλά εγώ μένω πάνω από εφτά μέρες τη φορά.
Θα ήθελα πολύ να μπω σε ένα μαγικό κουτί και να βγω μετά από δυο μήνες, που θα έχω παραδώσει, να δω αν συγκεντρώθηκα τελικά και αν είμαστε ακόμη σε αυτή τη διαστημική καραντίνα δίχως τέλος, ή κατέληξα να γράφω μυθιστόρημα με πολλά επίθετα και γλυκανάλατες περίγραφες.
//2 λεπτά μετά
Ανοίγω στον ντiλιβερά, ο οποίος έγινε και εγκατάσταση σε βιτρίνα γκαλερί πρόσφατα. Οριακά έχουμε γίνει φίλοι και λέμε τα νέα μας κάθε μέρα, όπως και με το φαρμακείο απέναντι.
Φίλες, σου λέω, κολλητές. Γιατί είμαστε μέσα, όλη μέρα, γιατί είμαι μέσα όλη μέρα και το σώμα μου έχει φύγει από τον έλεγχ;o μου. Το δέρμα μου έχει αρχίσει να παίρνει ένα δικό του χρώμα, χλωμό αλλά και κόκκινο, μαλακό και σκληρό. Τα μαλλιά μου πέφτουν. Τα χείλη μου ξεραίνονται, έχω συνεχώς μαύρους κύκλους. Ντροπιαστικά κειμήλια της καθημερινότητας.
Και ξαφνικά κοντεύω να πάθω ασφυξία, θυμάμαι ότι έχω πνευμόνια, σκέφτομαι φευγαλέα πώς θα ήταν αν είχα τον έλεγχο της αναπνοής μου συνεχώς…και μετά αγχώνομαι γιατί δεν ξέρω πώς θα αποσπάσω τη προσοχή μου από τη θρυμματισμένη της κατάσταση και πώς θα κάνω τα πνευμόνια μου να λειτουργούν και πάλι μόνα τους, χωρίς να τους λέω να αναπνεύσουν.
Και τότε χτυπάει το κουδούνι της πόρτας, βγαίνω βίαια από τις σκέψεις μου και ανοίγω με ένα βλέμμα αποπροσανατολισμένο, να πάρω το δεύτερο καφέ της μέρας, ενώ ακόμη δεν έχω τελειώσει τον πρώτο.
// 3 λεπτά μετά
Θολά τζάμια και ήχοι βροχής, ενώ έξω τα πουλάκια κελαηδάν και οι βαθμοί είναι 15. Έχω γίνει σχεδόν ψυχαναγκαστική με τη μουσική που ακούω πια. Τραγούδι για κάθε μεριά του σπιτιού για κάθε μου κίνηση μέσα σε αυτή.
Γυρνάω στο θόρυβο που κάνουν τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο. Μυρίζω βανίλια και μανόλια γιατί έτσι λέει το κερί. Πίνω μια γουλιά πενταπλό καπουτσίνο με γάλα βρώμης, παίρνω μια ανάσα, ξεφυσάω και περιμένω ένα μικρό αίσθημα συγκέντρωσης να με ακουμπήσει καθώς κοιτάω στο εσωτερικό ενός ψεύτικου κόζι καφέ στο υπολογιστή μου, που παίζει τζαζ μουσική, εξ ου και τα θολά τζάμια με ήχους βροχής προηγουμένως.
Κοιτάω την αντανάκλασή μου στην οθόνη.
Σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα.
Σκέφτομαι ότι ίσως και να κάθομαι σε μια κουνιστή καρέκλα που μου ψιθυρίζει γλυκόλογα πριν με πάρει, αν με πάρει ο ύπνος, που μου δίνει την τέλεια ψευδαίσθηση κίνησης.
Άλλα στην τελική δε με πάει πουθενά.
Και το πρωί ξαφνικά θυμάμαι πιασμένη από την ακινησία ότι, όπως δεν έστρωσες έτσι θα κοιμηθείς (-ειρωνικό γελάκι με τη κρυάδα μου).
Photography credits: Marina Lazari