Το Μπρέιν Νταμπ (ναι,του έβαλα και τον τόνο) είναι, θα πω μια, μη-άσκηση όπου κάνουν όλοι
οι αυτό-αποκαλούμενοι γουελνες εραστές (δε μου ερχόταν άλλη λέξη) εκεί έξω, όχι μορνινγκ
πειτζις ( 3 σελίδες γράψιμο κάθε πρωί ) όχι, όχι αυτά είναι ξεπερασμένα πράγματα. Ο
εγκέφαλός σου θα σταματήσει να είναι σαν μπουγάδα που μπήκε στις 1400 στροφές μόνο
αν αρχίσεις το μπρέιν νταμπ, να γράφεις δηλαδή ό,τι σου κατεβεί, όπου και όποτε, κάθε
μέρα.
Αρχίζω.
Βαθιά ανάσα,
10.30 πμ,
Χμ,
Ξεχνάω τις μέρες, δε ξεχνάω όμως μόνο αυτές, ξεχνάω και άλλα πράγματα ή κάνω πως δεν τα θυμάμαι, όπως το να βγω από το σπίτι, να πάρω τις βιταμίνες μου ή να πιώ νερό. Αν και έχω γουοναμπι πολύκυστικά νεφρά και πρέπει να τα θυμάμαι αυτά, ειδικά το νερό. Έτσι λέει ο νεφρολόγος.
Είμαι κουρασμένη. Κάνω πράγματα άλλα χάνομαι λίγο. Δεν νιώθω ούτε καλά ούτε άσχημα. Νιώθω μονότονα. Νιώθω ίσια, μια γραμμή που δε ξέρω από πού αρχίζει και πού τελειώνει, αν θα τελειώσει, πότε θα τελειώσει… Έχω κουραστεί.
Έχω ξεχάσει πώς είναι να νιώθω αισθήματα, τον εαυτό μου μέσα σε αυτά, πώς είναι να
βλέπω κόσμο και όχι να τους ακούω ή να κοιτάω το πρόσωπό τους σε μια οθόνη χωρίς
ορίζοντες, γιατί και εκεί, φλάτ είναι όλα. Είναι λες και τα πάντα είναι μισά, ημιτελή, (σχεδόν)
ψεύτικα.
Και με συγχωρείτε αν σας ψυχοπλακώνω κάθε φορά. Δεν το κάνω επίτηδες αλλά δε μου
βγαίνει το ποιητικό ή το ευδιάθετο τον τελευταίο καιρό. Ζορίζομαι. Η καθημερινότητά μου έχει γίνει σαν τελετουργικό ανταλλαγής ματιών με τους γείτονες.
Ξέρω ότι κάθε μέρα από τη τάδε μέχρι τη τάδε ώρα η απέναντι θα καθαρίζει το μπαλκόνι,
ξέρω διάφορα τέτοια που δε θα ήθελα να ξέρω γιατί πλήττω. Έχω πατίνια και η πιο
γοητευτική ιδέα είναι να αρχίσω να κάνω γύρους στο μαρμάρινο πάτωμα του σαλονιού για να νιώσω την αδρεναλίνη του, “ωχ, ίσως γλιστρήσω και σπάσω κάποιο γόνατο”. Έχω
κουραστεί.
Διάβασα ένα (ωραίο) πόστ σήμερα. Έλεγε: γιατί σταμάτησα να διαλογίζομαι και άρχισα να
τσιρίζω. Νομίζω πως θα αρχίσω να το κάνω και εγώ αυτό. Πόσο να τα ποδοπατήσουμε τα
ρημάδια τα ανθρώπινα, θες δε θες έχεις ορμές εσύ και το σώμα σου και τα πάντα σου. Πόσο
να τα ζουπίζεις να χωρέσουν πού;
Είναι λες και ρουφάμε το είναι μας κάθε μέρα, αρχίζοντας από τη μέση του προσώπου προς
τα μέσα, χάνονται τα μάτια έπειτα η μύτη το στόμα το μέτωπο σιγά σιγά μένεις χωρίς
πρόσωπο και συνεχίζεις μέχρι να ρουφηχτής ολόκληρος και να σταματήσεις να υπάρχεις.
Κάνουμε αυτοφαγία βλέπεις, αν και υποτίθεται πως καταλήγει στην ανανέωση των κυττάρων
αυτό, αν μείνεις νηστικός για αρκετό χρονικό διάστημα, εγώ (όμως) δεν διατίθεμαι να
νηστέψω έτσι. Εγώ θέλω όλα τα συναισθήματα που κάθονται εκεί στο ενδιάμεσο και παραμονεύουν ύπουλα, που περιμένουν και νιώθουν αγανάκτηση ή απελπισία. Γιατί σκέφτομαι χωρίς να θέλω να σοκάρω ότι κάποιες φορές ζούμε λες και δε θα πεθάνουμε ποτέ.
Όπως λέει και ο Μουρακάμι όμως, ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Πράγματι είναι
μέρος της ζωής…
Πολλές σκέψεις μαζεμένες. Χρειάζεται να βγάζει νόημα όλο αυτό;
Εμ… (και) θυμηθείτε να τσιρίζετε. Τέλος ο διαλογισμός, που παρεμπιπτόντως τον έκανα και λάθος γιατί δεν χρειάζεται να είναι κενό το μυαλό σου τελικά.
Ούφ,
Ίσως και να νιώθω λίγο πιο ελαφριά (εσωτερικά) τώρα.
Αυτά από εμένα.
Photography credits: Eleni Karagianni