(Το κείμενο είναι ίσως προϊόν μυθοπλασίας)
Σαν πεισματάρης και εκνευριστικός χαρακτήρας από βιβλίο ήταν, πιασάρικη
σύγχρονη λογοτεχνία ή η αντίστοιχη indie ταινία.
(Χαμένη) παιδικότητα, (φιμωμένη) φαντασία και αυθορμητισμός.
Βάζω παρενθέσεις γιατί αυτά που λέω έχουν πολλές ερμηνείες, τουλάχιστον
στο κεφάλι μου.
Τη πρωταγωνίστρια θα την πούμε Λίζα.
Χμ, ναι, μου αρέσει το Λίζα.
《Θέλω ένα τσίζκεϊκ》είπε 《…θέλω πατατάκια, θέλω κάτι ρομαντικό, ποσό
δύσκολο είναι; Υπάρχουν τελικά αυτοί εκεί έξω;》
Ανυπομονησία και αθωότητα παιδιού έχει, σκέφτομαι ακούγοντας την να τα
λέει αυτά, την ώρα που βάζουμε να δούμε (ρομαντική) ταινία, όχι με αυτή τη
χρονική σειρά.
Με τη Λίζα, λοιπόν, έτυχε να μείνω για λίγο καιρό μαζί (της). Ήταν σα να
συζώ με ένα παιδάκι, αλλά όχι ακριβώς. Ανάμεσα στις βαθιές συζητήσεις περί
φιλοσοφίας και ιστορίας, εγώ ήθελα να πίνω κρασί, αρκετά πολύ κρασί, και
εκείνη ήθελε να τρώει πάνκεϊκς, αρκετά πολλά πάνκεϊκς, όλη μέρα. Τελικά άρχισα και εγώ να τρώω πάνκεϊκς όλη μέρα μαζί με το κρασί.
Φορούσε ρούχα χωρίς να έχει άλλη πρόθεση πέρα από το να ντυθεί, να ντύσει το μάλλον κάπως ξένο σώμα της, για εκείνη, χωρίς ιδιαίτερη συναίσθηση αυτού, ή του χώρου που καταλαμβάνει. Όχι ότι είμαι καμία
μοιραία, βγαλμένη, κατγούμαν ξελογιάστρα, όχι, απλά κάποιες φορές ένιωθα
λες και απλά δεν είχε συνείδηση αυτής της πραγματικότητας, της ύπουλης
πιο σκοτεινής και σαρκικής. Κάποιες φορές μιλούσε με λέξεις ηχητικές, χωρίς
σημασία δηλαδή, έλεγε απλούς ήχους που δηλώναν κάτι ή μια ακολουθία
γραμμάτων που ανάλογα με τη χρωματικότητα έπρεπε να καταλάβω τι θέλει
να μου πει, καποιες φορές επίσης δεν ήθελε να ακούσει καν για αυτά τα ωμά πράγματα (των μεγάλων). Αφελής αθωότητα (ναι, το ξέρω ότι σημαίνουν σχεδόν το ίδιο), έτσι το
αποκαλώ αυτό.
Όταν το βλέπω, μου θυμίζει ένα ακόμη άτομο που ξέρω, θα τον πούμε, Χάρη. Ο Χάρης, λοιπόν, πάσχει και αυτός από αφελή αθωότητα.
Ίσως να μη θέλει πάνκεϊκς όλη μέρα αλλά σίγουρα θέλει κρέπες με Νουτέλα. Μιλάει αφιλτράριστα χωρίς επίγνωση ή ντροπή θα το ξανά πω χωρίς να θέλω να κάνω κατάχρηση, αλλά ίσως και να κάνω τελικά, παιδικά.
Χμ, γεύση γλυκόπικρη. Τρώω βίγκαν πάνκεϊκς με ξηρό κόκκινο κρασί, δεν είχα
άλλο στο σπίτι δυστυχώς , είμαι του ημίγλυκου γενικά.
Πίνω μια γουλιά (οι κάλυκες μου, μιλάνε λίγο, γιατί δεν είναι καθόλου φαν του
ξηρού ή όξινου) και σκέφτομαι.
(Ίσως) Μήπως τελικά αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν κάτι άλλο που δε βλέπω
εγώ; Μήπως αντί, (όπως θεωρώ) να είναι απονήρευτα αθώοι σε κουραστικό
κάποιες φορές βαθμό, μήπως δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα;
(Σαν άτομο δεν είμαι της άποψης του) Δεν πιστεύω, οτιδήποτε μπορώ να δω,
όχι, πιστεύω στην ενέργεια και σε διαφορά αλλά μαγικά. Δεν υπάρχει (όμως)
μια σωστή ή λάθος αντίληψη προς το κόσμο, ή τρόπος ύπαρξης, υπάρχει το
πως εσύ τον προσεγγίζεις, πως σε προσεγγίζεις και επιλέγεις να πράξεις,
καταρχάς, τι θέλεις από αυτόν, τι θέλεις για σένα και από εσένα.
(To be continued…)
Photography credits: Ελ