Η Λούνα ξεροκαταπίνει, πίνει ακόμη μια γουλιά καφέ. Είναι αρκετά νευρική τις τελευταίες μέρες. Κάνει ζέστη έξω. Έβαλε καφέ στο μπολ με τα δημητριακά πριν, καταλάθος.
Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, σκέφτεται όλα όσα πρέπει να κάνει, όλα αυτά που έχουν συμβεί, νιώθει αδύναμη και κουρασμένη.
Παίζει με το στυλό της και συνειδητοποιεί πολύ αργά πως έχει μαύρο μελανί σε όλο της το πρόσωπο. Γελάει με τον εαυτό της και κοιτάει το τετράδιο μπροστά της, με τις σημειώσεις για την εργασία της. Αρχίζει να κάνει γκρι το περιθώριο μόνο και μόνο για να μην κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.
Κοιτάει τις γκρι μουτζούρες που έχει σχεδιάσει. Πάντα τις κάνει, σαν από συνήθεια αλλά όχι ακριβώς.
Σκέφτεται. Πίνει άλλη μια γουλιά καφέ. Κάτι, κάπως, ίσως, ποιητικό.
Το περιθώριο. Χμ, που κάνει τις μουτζούρες της, είναι κάπου ανάμεσα, ναι…είναι μια χαραμάδα χώροχρόνου που τη παίρνει και την αφήνει. Περιθώριο είναι οι τρείς τελείες στο τέλος. Πράγματα ανείπωτα, μάλλον κάπως φοβισμένα.
Το περιθώριο της θυμίζει κάτι το ακριανό, κάτι πιο πέρα από εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται κι όμως είναι εκεί. Είναι η λάθος μεριά των πράγματων, και όταν λέει λάθος, δεν τον λέει ακριβώς κυριολεκτικά. Είναι προς τα εκεί που δεν πρέπει να ακουμπήσει, γιατί τα πράγματα θα αλλάξουν, θα σταματήσουν να είναι στοιχισμένα και ομοιόμορφα. Δε θα μοιάζουν με εκείνη ούτε εκείνη με αυτούς, γιατί βρίσκεται πιο έξω. Είναι στο κενό, σε ένα άσπρο κουτάκι, διαλεγμένο για μουτζούρες και γραμμές και πράγματα που δεν έχουν σειρά ή νόημα, είναι το μέρος για αυτά που δεν μετράν, τα όχι και τόσο σημαντικά.
Πίνει ακόμη μια γουλιά καφέ και νιώθει την οικεία αύτη μπάλα αχνούς, που είναι πάντοτε μαζί της, βγάζοντας τη από τους συνειρμούς της και βάζοντας την σε άλλους πιο δερματικούς με στοιχεία θρίλερ μέσα, της αρέσει να φωλιάζει κάτω από το στήθος της, εκεί κοντά στο στομάχι.
Μάλλον θα πρέπει να το γυρίσει σε ντεκάφ, σκέφτεται, και χασμουριέται ή ξεροκαταπίνει ή και τα δύο.
Photography credits: Mary Zacharaki