Μερικά πρωινά, ο ήλιος δεν ανατέλλει
και -κρυμμένος αφού είναι- ούτε δύει, εν τέλει.
Θλιμμένη η Σελήνη που εκοιμήθη μονάχη,
μυστικά ολωνών μας κουβαλάει στη ράχη…
Συνειδήσεως χρέη παραμένουν ασήκωτα,
αμαρτίες και αίσχη κλειδωμένα στ’ ανείπωτα.
Μ’ αναμνήσεις μπαούλα, μπήκαν στην ιστορία.
Ίσως η άλλη ζωή να μην είναι αγγαρεία.
Στους πεσόντες της μάχης, μάντεψε ποια εβρήκαν’,
να τη, η Εμπιστοσύνη- κρίμα, δεν της χαριστήκαν’…
Με τις δυο αδερφές της θα τη θάψουν κοντά,
Αξιοπρέπεια και Αγάπη, ανταμώσαν’ ξανά.
Των νεκρών μας τις στάχτες θα διασπείρει τ’ αγέρι.
Φύσα, φύσα, αεράκι, πάρε μας απ’ το χέρι!
Η κλεψύδρα τελειώνει, στους κροτάφους πιστόλια.
Φεύγουν οι άνθρωποι-μένουν τ’ ανθρωπάρια τα δόλια.
Ξεραμένες φωνές, ο βλαστός τους εχάθη,
μείναν’ όρθιες σκιές, τρυπημένες μ’ αγκάθι.
Λίγοι στίχοι ακριβοί η συντροφιά που απομένει,
μ’ έναν κόσμο φθηνό, είν’ το μόνο που μας δένει.
Στου τρελού τη μιλιά μην το ψάχνεις το ψέμα.
Όσοι «σώφρονες» άρχουν θα μας πιούνε το αίμα.
Μήπως σκας που ξανά δε θα βρούμε να φάμε;
Θα ‘ν’ τ’ αφτιά μας χορτάτα απ’ τα λόγια που ρουφάμε.
Από όνειρα ονείρων, ψευδαισθήσεις γεννιούνται
κι από όσους δεν ξυπνήσαν’ γι’ αλήθεια περνιούνται.
Μην κοιμάσαι, λοιπόν, άμα θες την αλήθεια.
Ξύπνα, πριν η ζωή μας σου γίνει συνήθεια…
Photography credits: Panagiotis Vikatos