Αυτή που φύτρωσε τώρα
ανάμεσα στα τσιμέντα
της συνήθειας, της αδράνειας,
χαλάει το κλίμα.
Δεν την έσπειρα εγώ,
μπάσταρδη ξεχασμένων εποχών
τότε πιστεύαμε στο κάθε πρωινό
με μάτια ακούραστα, ξενυχτισμένα.
Στην επόμενη ματιά ζαλίστηκα
κύματα που πριν με νανούριζαν
τώρα φούσκωναν θυμωμένα,
έψαχναν τις στιγμές που συμβιβάστηκα.
Εκείνες που εγκατέλειψα από δειλία
στα πρώτα συννεφιασμένα πρωινά,
εκείνες που πίνουν τον καφέ γλυκό
γιατί δεν είναι ανάγκη να μένει η πίκρα.
Ο επόμενος αέρας επαναστάτησε
έφερε μαζί του τις οσμές
φρούτων που λαχτάρισα χωρίς να δοκιμάσω
μα τώρα πλέον σάπισαν, βρωμίζουν τον αέρα.
Κοίταξα εσένα, μήπως με κρύψεις
το περίγραμμά σου όμως ζωγράφιζε,
κάθε γραμμή χειλιών που αρνήθηκα,
κάθε χαμόγελο που είχα ξεχάσει,
τριγύρω μου ένιωθα να στέκονται
όσα μέχρι τότε είχα αποκλείσει.
Ένα ευρώ για τη σκέψη μου,
ούτε αυτό αξίζω, ρίξτε το σε σιντριβάνια ξεχασμένα
ανάμεσα σε άλλα ανεκπλήρωτα να συναντήσει
τον μουχλιασμένο αμετανόητό μου εαυτό.
Ένα ευρώ για τη σκέψη μου πήρα και χρεώθηκα
σε όσους στίχους δεν πλήρωσα με δάκρυα
σε όσες εικόνες δεν πλήρωσα με φως
σε όσες σκέψεις σώπασα, φοβούμενος το αντίτιμο.
Photography credits: Panagiotis Vikatos