Οι πέντε αδελφές μου πολύ αγαπούν να με ανακρίνουν πού και πού, ειδικά όταν τους μαρτυρώ το μελλον.
«Μα πώς το ξέρεις πως θα γίνει;», με ρώτησε ένα απόγιομα η Ορ και πετάρισαν τα βλέφαρά της απορημένα, στην προσπάθειά τους να ξεδιαλύνουν το μυστήριο. «Τι είδες και σε τάραξε;».
«Τίποτε», τα μάτια μου τα σφράγισα σφιχτά όταν αποφάσισα πως δεν αντέχω την ασχήμια του κόσμου· πόσο μάλλον όσο είμαι αδύναμη να τον ομορφύνω. Εκείνη είχε μάτια μονάχα για τα κάλλη του, τ’ άλλα ούτε που τα κοιτούσε.
«Μήπως μύρισες κάτι και από ‘κει σου ‘ρθαν τα μαντάτα;», συνέχισε η Ος και άνοιξε διάπλατα τους καχύποπτους ρώθωνές της.
«Ούτε.», όταν κατάλαβα πως τα αρώματα γεννούνε θύμησες που δε θέλω συντροφιά μου, σταμάτησα να οσφρίζομαι. Η Ος παντού μύριζε καπνούς, ακόμη και δίχως φωτιά. Κι εγώ είχα ανάγκη να μυρίσω ανόθευτες ακακίες κι ερωτευμένες πασχαλιές.
«Ε, δε μπορεί, τότε άκουσες τα νέα από κάποιον και προσποιείσαι πως κάνεις προφητείες!», οργισμένη μου ούρλιαξε η Ακ και χτύπησε το χέρι της στο ανακριτικό τραπέζι που καθόμασταν όλες μαζί.
Ο κρότος του χεριού της, πάντως, μήνυε σίγουρα δυσάρεστα για τα δικά μου αφτιά απ’ τη μουρμούρα της… Ή απ’ την εξίσου έξαλλη μουσική της που με κουφαίνει τα βράδια. Χάθηκε να βάλει μια απαλή μπαλάντα, ένα τρυφερό σκοπό;
«Τι γεύση έχει αυτό που προβλέπεις; Αν είναι γλυκό, θα ‘ναι καλός οιωνός. Τα ξινά και τα πικρά να φοβάσαι», με ενθάρρυνε με τον τρόπο της η Γ και πλατάγισε παιχνιδιάρικα τα χείλη της. Πάντοτε, όμως, ξεχνούσε στις συμβουλές της τ’ αλμυρό. Νόστιμο σαν καλαμπόκι νυφικό στολισμένο μ’ αλάτι; Ενδιαφέρον, όπως τα αλμυρά γλυκά για τους αναποφάσιστους ή επικίνδυνο όπως η θάλασσα που λύσσα απ’ το αλάτι μας κατακαίει τα πνευμόνια, αν μας ρουφήξει;
Η Αφ ήταν αυτή που φοβόμουν περισσότερο, γιατί με είχε προδώσει τις πιο πολλές φορές. Όπως εκείνη που μου έταξε βελούδινα ροδοπέταλα κι όταν εγώ χάιδεψα γιομάτη λαχτάρα το ρόδο της, ξεπήδησε μια μέλισσα κι έμπηξε εκδικητικά το κεντρί της στο δάχτυλό μου, διότι τόλμησα να μαγαρίσω τη φωλιά της. Ή εκείνη τη φορά που μου είπε πως το μάτι της κουζίνας είχε πια κρυώσει κι εγώ το άγγιξα και με άρπαξαν οι κέρβεροι της κόλασης. Δεν άργησε, όμως, να με στήσει στον τοίχο κι αυτή ως μεγαλύτερη αδελφή και να μου βγάλει το λάδι.
«Έπιασες κάτι και το αισθάνθηκες; Σκληρό, κρύο, μαλακό ή ζεστό;», κι όσο με βομβάρδιζε με ερωτήσεις, με πασπάτευε ταυτόχρονα, μήπως και βρει πάνω μου κάτι αποκαλυπτικό, σχετικό με αυτό που ένιωθα. Έλα, όμως, που δεν είναι όλα τα μηνύματα απτά ή ορατά ούτε ηχηρά ούτε έχουν μυρωδιά και γεύση.
Έχω τις ομορφότερες αδελφές του κόσμου κι όλες μου ‘χουν χαρίσει στιγμές πολύτιμες, έχουνε θρέψει το κορμί μου με τα γλυκά τους «κεράσματα» και μ’ έχουν προειδοποιήσει για πολλά. Μα έχω κάτι που δεν έχουν και με ζηλεύουν. Νευριάζουν, όταν ξέρω τα μελλούμενα, πριν αυτές τα συναντήσουν, κι αυτό γιατί εμπιστεύομαι πιο δύσκολα αλλά ξέρω ν’ αφεθώ στην αγκαλιά του ενστίκτου μου.
Εσένα τι σου λέει η διαίσθησή σου για έναν κόσμο που φλυαρεί αλλά ξέχασε να ακούει, που γεύεται και ταΐζει πικρίες με το κουτάλι, που βλέπει επιλεκτικά, που σαγηνεύεται από αρώματα που λειτουργούν σαν Σειρήνες για τα αφτιά του και τον κάμουν να ξεχνά ποιος είναι ή που ό,τι πιάνει γίνεται… καπνός; Για αυτό, κατάλαβέ με, όταν φοβάμαι για το τι μας ξημερώνει κι όταν ανακουφίζομαι που τα μαρτυρία που αποκαλούμε «μέρα» δύουν, έστω προσωρινά, ένα απόγιομα σαν τούτο ‘δω. Αιώνια ο αγχωμένος θα ζει στο μέλλον, όσο οι ήρεμοι θα μένουν στο παρόν.
Photography credits: Kornilia H.