Κοχλάζει από καιρό μέσα στο ψέμα της.
Κάθε μπουρμπουλήθρα του παραβρασμένου της πολτού
μαρτυρά κι από έναν όλεθρο∙
κάτι βουλιάζει εντός της,
λιώνει και παραδίδεται στο βυθό του ελέους της.
Στην αλληλογραφία της δηλώνει διεύθυνση:
καζάνι υπ’ αριθμόν 3, οδός Κολάσεως.
Λαθραία τη βαστά η Γη που καλεί σπίτι της.
Ντυμένη πορφυρή, σ’ όλης της πλάσης τα κάλλη σαν εκτίθεται,
λάγνα το στόμα της ανοίγει, για φιλί θρασύ και ανεξίτηλο ετοιμάζεται.
Δεν είναι υγρό∙ ό,τι τα χείλη της αγγίζουν, εξατμίζεται.
Οι μαστοί της πορτοκαλοκόκκινοι, φτιαγμένοι από τα χρώματα του ήλιου και πιτσιλιές αιματηρές, γάλα δε θηλάζουν.
Μονάχα σπίθες στραγγίζουν και εξοντώνουν τα βυζανιάρικά τους θύματα.
Είναι η πιο επικίνδυνη ερωμένη∙
γλείφει με τις φλόγες της το βιός που μας ανήκει.
Θάρρος δε δυσκολεύεται ιδιαίτερα να βρει.
Είναι φορές που της αρκεί η φιλοξενία της πράσινης γαλήνης μας
και η πολιορκία της από τους γιους του Αιόλου.
Εκείνοι, γοητευμένοι από την έξαψή της,
εκστατικά της δίνουν χώρο ν’ απλωθεί όσο πεινάσει.
Δεν έχω ξαναδεί πιο άπληστη γυναίκα.
Τη Γη μ’ ούλα τα «φρούτα» της, τον ουρανό με τα όνειρά του να της τάξεις, χορτάτη δε θα μείνει.
Όπου φωτιά, υπήρχε ο καπνός πολύ πριν καταφθάσει εκείνη
– οργανωμένη πια, με σιγουριά χλευαστική
να πυρπολεί την αυτοκρατορία της -,
μα εμείς τότε φυσούσαμε αγέρωχα για να σιμώσει στη δροσιά της ανυποψίας μας.
Κατακαμμένη μου Γαία, χώμα μου πληγωμένο,
σου έμελλε να γίνεις ένα με τους νεκρούς που σκέπαζες για εμάς…
Κι όλη τη ζωή που ‘δινες
σου τη ρουφάει εκείνη τώρα στάλα-στάλα ηδονικά,
σαδιστικά σε γδύνει και ραπίζει με τα πύρινά της ρόπαλα.
Ανοίγει τώρα το στόμα της ξανά, εφιαλτικά σα δράκος
και μας καταπίνει όλους.
Όχι, δεν είν’ η πυρκαγιά που μαίνεται
ούτε ο στρατός του θεού Άρη που κήρυξε πόλεμο
ενάντια στον πόλεμο τον ίδιο.
Είναι κάτι πιο τρομαχτικό.
Είναι η ανθρωπότητα.
Photography credits: Mary Zacharaki