Το Πορτοκάλι Πάνω Στο Τραπέζι


Τι θα γινόταν αν είχες κλειστεί σε ένα βάζο;

Αυτήν τη στιγμή περιεργάζομαι ένα μικρό πορσελάνινο βάζο, κάπως ασυνήθιστο. Κυλινδρικό στο σχήμα, φαρδύ όσο η παλάμη μου και ψηλό όσο το παπούτσι μου, λευκό, γαλακτερό τοίχωμα αδιαφανές, μόνο το βιδωτό καπάκι γυάλινο για να βλέπεις μέσα. Και αυτό που βλέπω μέσα, στο απρόσμενα φωτεινό εσωτερικό του, είναι εσένα. Στέκεσαι στο κέντρο λιλιπούτεια φιγούρα, τόσο μικρό πλάσμα που συγκρίνεσαι με πασχαλίτσα.

Μα είσαι μόνος, να κοιτάς ολόγυρα την εκτυφλωτική ανταύγεια των πανύψηλων, για ‘σένα, τοιχωμάτων, λουσμένος στον περίεργο φθορισμό. Ούτε εγώ γνωρίζω -και το παραδέχομαι- ποια είναι η πηγή του φωτός. Αλλά σε βλέπω σχεδόν τυφλωμένο να στέκεσαι με τις παλάμες βιδωμένες στις κόγχες, να γονατίζεις, να σηκώνεσαι απότομα και να ρίχνεις το σώμα σου στη λεία πορσελάνη. Πρέπει να σκόνταψες, στις διαστάσεις σου η πορσελάνη πρέπει να γλιστρά επικίνδυνα. Την αγκαλιάζεις με τα χέρια απλωμένα και πέφτεις αργά. Σε κοιτώ, γιατί δεν γυρίζεις το βλέμμα πάνω; Τόσο φωτεινά είναι εκεί; Είσαι υπερβολικά αμελητέος για να σου διατίθεται αποκλειστικά ολόκληρο βάζο.

Τι θα γινόταν αν δεν είχες κλειστεί σε ένα βάζο;

Αυτήν τη στιγμή προσπαθώ να συνέλθω από την κομμένη ανάσα. Ανοιγοκλείνω τα μάτια τυφλωμένος, νιώθω ότι κοιτώ έναν χώρο σκοτεινό μετά από μια εκθαμβωτική εικόνα. Ροζ και πράσινες πιτσιλιές λερώνουν το οπτικό πεδίο. Βρίσκομαι στη θάλασσα. Τα πόδια μου είναι βυθισμένα στο κρύο νερό μέχρι τον αστράγαλο, αργά ξεδιπλώνεται το κύμα πάνω τους και το άγγιγμα με ανατριχιάζει. Ακολουθώ την ακτογραμμή, τόσο εύθυμη στην ηλιόλουστη, μάλλον καλοκαιρινή, μέρα. Κάθεσαι σε έναν βράχο στην άκρη της παραλίας, ελάχιστος, μικρός μέσα στο τοπίο. Κοιτάς τον ορίζοντα. Μα είναι εικόνα άπιαστη.

Τι θα γινόταν αν δεν ήσουν εδώ;

Στέκομαι και πονώ σα να που δαυλίζουν τον εγκέφαλο με αστραπές. Δεν βλέπω παρά λευκό, λευκό παντού που έρχεται με κύματα πονοκεφάλου, που σφίγγει το κρανίο μου και το κτυπά με λάμψεις. Πιέζω τα βλέφαρά μου, προσπαθώ να κρύψω το φως, να συνέλθω. Για λίγο το σκούρο πορτοκαλί του δέρματος με ανακουφίζει και αργά ανοίγω τα βλέφαρα. Μέσα από το πλέγμα των γκρίζων βλεφαρίδων ρουφώ το λευκό ολόγυρα και λύνομαι, σχεδόν πέφτω. Μα έντρομος τρέχω απότομα, γλιστρώ και με ανοικτά βήματα, κτυπάω την στερεότητα του κενού αυτού χρώματος. Κλείνω τα μάτια μα ακόμα βλέπω έντονο κίτρινο, δεν ξεφεύγω. Η παγωμένη λεία επιφάνεια με μπερδεύει και με ανακατώνει, αλλά την κρατώ, την κράτω γιατί πρέπει να κρατήσω για να μην δω. Πού βρίσκομαι και γιατί;

Γιατί δεν είσαι εδώ.

Photography credits: El

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: