Η κίτρινη μπανάνα σιγοκαίγεται στον νερουλιασμένο ήλιο,
η αντηλιά μού κάθεται σαν πικρός, καμένος καφές στον ουρανίσκο
και η ελαφριά ζέστη παραείναι μη ξεκάθαρη.
Αν οι πρωτεύουσες σκέψεις δεν είναι παρά άφτεροι γλάροι
την κάθε θάλασσα αγνοούντες, ξεχασμένοι σε ανώνυμη επαρχία
τότε γιατί να σηκωθώ να σας μιλήσω,
μα οι λέξεις δεν είναι παρά νερό
-πολλές φορές γεμάτο λάσπη-
που κυλά σε έτοιμες κοίτες, ενεργοποιώντας ήδη πατημένα μονοπάτια,
οπότε και τι αν τις ανακατέψω, τις απαγγείλω μπερδεμένες,
τυχαίες και χαώδεις;
Όλο κάποιος θα ερεθιστεί.
Σκέπτομαι ότι έχει κάτι τραγελαφικό να συνθλίψεις μια πεταλούδα με το παρμπρίζ του αμαξιού, μια ηλιόλουστη μέρα.
Photography credits: Panos Kimpoy