Σε ένα διαρκές κυνήγι
σαν αχόρταγο θηρίο
ψάχνει να ξεφύγει απ’ την αδράνεια.
Κατασκοπεύει τα υποψήφια μα ανυποψίαστα θύματά του,
σιγουρεύεται πως είναι αυτό που διακαώς επιθυμεί |
και ρίχνει, τότε, τα δίχτυα της γοητείας του.
Μια, δυο, τρεις, δεκατρείς,
τα ουρί του παραδείσου που αγνοούνται.
Κατά συρροή εραστής ο ύποπτος γητευτής,
αναγνωρίσιμα πλέον τα κόλπα του,
γνωστά τα μοτίβα του
κι ολοένα περισσότερα τ’ ακάλυπτα ίχνη του:
σεντόνια κεχρωσμένα από ιδρώτα,
ένα ποτήρι με υπόλειμμα από ουίσκι,
αραιωμένο με παγάκια, δυο τρία το πολύ,
μια γραβάτα ξαπλωμένη στο πάτωμα,
ένα μανικετόκουμπο σφηνωμένο στη μαξιλαροθήκη,
λίγο άρωμα να καθιζάνει στην ατμόσφαιρα στον τόπο του «εγκλήματος»,
για όσους θεωρούν έγκλημα τις απολαύσεις της σαρκός
κι επικαλούνται τη μανία
για να εξηγήσουν τους φιλήδονους.
Είναι ο φθόνος των πουριτανών
που με δεσμά τούς εγκλωβίζει σε χαρακτηρισμούς.
Ας είναι.
Σαν το ταίρι του ήλιου βασιλέψει
κι απλωθεί η νύχτα, μαύρο ζυμάρι πάνω στα σπίτια,
γίνονται όλα τα «εγκλήματα».
Και είναι γλυκιά, δελεαστική η παραδοχή της ενοχής…
Photography credits: Εl