Δακρυγόνα∙
τα πλήθη μας διαλύονται, θύματα μένουν μόνα.
Η οργή τους∙
ταράζουνε οι βροντερές φωνές μας τη βολή τους!
Οι ασπίδες,
τείχη που εξαπλώνονται σα να ‘ναι κατσαρίδες.
Στις πορείες,
η λάσπη τους ανέδιδε, σάπιους εγκληματίες.
Ρίξτε στον αέρα τα ηχηρά συνθήματά σας,
η μάχη πάντα άνιση, αυτά είναι τα πυρά σας!
Δεν έχουμε πλευρά, μας τα τσακίσαν’ οι ασφαλίτες,
τρυπήσαν’ τα πνευμόνια μας οι ένστολοι αλήτες.
«Πονάω!»∙
στο έδαφος αιμόφυρτη να σε παρακαλάω.
Το παράσημο
αστράφτει κάθε που θα ξεφτιλίζεις έναν άσημο.
Θα βρέξει
τα λυσσαλέα σάλια τους, κάθε τους γκλομπ και λέξη.
Το αίμα∙
κι αν σκαρφιστώ, κανένα τους δε θα το κρύψει ψέμα.
Δε δέχομαι που έγιναν οι μώλωπες ταττού μου,
να αντιστέκομαι έμαθα πως είναι το ατού μου.
Μισώ να μου στερούν τόσων αιώνων κεκτημένα,
δε γίνεται αυτόνητα να είν’ απωθημένα.
Κρατητήριο∙
τους στίχους μου, έστω, ακούει φοιτητικό ακροατήριο.
Λυπάμαι∙
στα μάτια τους ελπίδα δεν υπάρχει, όταν μιλάμε.
Το μέλλον∙
κομμένα από τη ρίζα τους τα φτερά των αγγέλων.
Τα πανό μας
κυκλώνουνε τα σώματα σα να ‘ναι σάβανό μας.
Η εξουσία
πάντα θα απειλείται απ’ τη φαιά μας την ουσία.
Χάθηκε ο ήλιος,
στο έρεβός τους πνίγεται η τσακισμένη υφήλιος.
Ορατότητα∙
ληστεύουνε τις σκέψεις μας, καμία ιδιωτικότητα.
Η βία
για κάθε τους εμπόδιο θα είναι η τιμωρία.
Ο λόγος μου σα σφύρα στα κεφάλια των αχρείων,
τάξη που επιβάλλεται από πλευράς θρανίων.
Δε σκύβουμε τα πρόσωπα εμείς ταπεινωμένοι,
σε δολοφόνους γραβατών εκείνοι είν’ πουλημένοι.
Ελευθερία∙
λέξη άγνωστη εκεί που διοικεί η πατριαρχία.
Άνανδροι∙
χτυπούν κάτω απ’ τη ζώνη, μα οι στίχοι μου αθάνατοι.
Τους σιχαίνομαι∙
πώς γίνεται, αδέρφια μου όταν χάνω, να μη μαίνομαι;
Ψάχνω σωσίβια∙
δε σπάνε της αλήθειας τα ανεξίτηλα μολύβια.
Μα δεν πουλώ τους στίχους μου γι’ ανάξιες ερμηνείες,
μου μάτωσαν τ’ αφτιά οι ατυχείς τους προφητείες,
το ποίμνιό τους πνίγεται σ’ «επαγγελίας γη»,
ποιος τους το βιός μας βάλθηκε να το κοστολογεί;
Λεγεώνα∙
στρατιές από ερπετά που δεν τα σώζει ούτε η Μαντόνα*
απ’ την κραυγή μας
πια δε θα τους πληρώνουμε με τη χρυσή σιωπή μας!
Κοίτα πώς έρπουν,
συμφέροντα και ιδανικά ανήθικα πώς τέρπουν.
Απ’ τον υπόνομο
ξαμοληθήκαν ορκωτοί, για να κηρύσσουν πόλεμο.
Πειθαρχία∙
το πέπλο που στολίζει τη ρυπαρή τους αναρχία!
~
Καληνυχτίζω∙
τελειώνει το μελάνι, τα μολύβια μου ακονίζω.
Μα πριν κλείσω,
μια γη που δε μου ανήκει θα τολμήσω να ρωτήσω:
«Μάνα που με γέννησες για να ‘μαι μια απ’ τους άσους,
ρωτώ σε τώρα, ποιος θα μας σώσει εμάς από τους μπάτσους;».
*στα λατινικά, η Παναγία
Photography credits: Despina Niki