Τον κοίταξα – ήταν 11:15, μόλις προλάβαινα το επόμενο τραίνο- και αυτός με κοίταξε πίσω. Τα χαρακτηριστικά του αλλοιωμένα από πρόωρη, για τόσο πρωί, κούραση, ράθυμα αντιδρούσαν σε ένα πανδαιμόνιο εικόνων, ήχων και οσμών.
Ο ηλεκτρικός επιβράδυνε, όπως και ο προαστοιακός από κάτω. Δεν πρόλαβα να τον παρατηρήσω καλύτερα, να σκάψω το βλέμμα του, το οποίο τόσο παθητικά και μη αμήχανα παραδόθηκε στο επίσης αδειασμένο δικό μου. Έπρεπε να τρέξω στην κάτω αποβάθρα.
Στην απέναντι πλευρά της διάβασης, ενώ το χρονόμετρο του φαναριού μετρούσε 20, έμενε ακίνητη να κοιτά ψηλά. Ήταν περίεργο, για αυτό την πρόσεξα, ντυμένη πολύ καλοκαιρινά για την εποχή, μια λεπτή μπλούζα λευκή με σχέδια από χλωμά άνθη, τζίν σορτσάκι και σανδάλι, σαν τουρίστρια αψηφούσε την συγκεκριμένη πραγματικότητα που νιώθαμε οι περισσότεροι γύρω της, δίπλα και απέναντί της. Εκείνη, χωρίς γυαλιά ηλίου σε μια απρόσμενα ηλιόλουστη μέρα σαν την σημερινή, απλώς κοιτούσε ψηλά, πάνω από τον δρόμο, πάνω από τα κτήρια, πάνω από όλων των άλλων τα βλέμματα. Ούτε εγώ έψαξα την κατεύθυνση του βλέμματός της. Παρέμεινα να κοιτώ αυτήν, που τόσο ξεχωριστά και ανέμελα περίμενε το χρονόμετρο να μηδενίσει. Ένα… δύο… ξεκίνησα να περπατώ. Αφηρημένη πάτησε το πόδι της στον δρόμο και προχώρησε προς την δική μου μεριά. Διασταυρωθήκαμε για λίγο, μάζεψα την αύρα της. Αλλά δεν με πρόσεξε, γιατί εγώ είχα κρυφτεί πίσω από τα γυαλιά. Έμοιαζε χαρούμενη.
Το απόγευμα, 17:35, λίγο πριν δύσει, σταμάτησα προς τον δρόμο για το σπίτι μου. Υπήρχε μια μικρή άκτιστη έκταση απόμερα πάνω στον λόφο, η οποία φύλασσε την πανοραμική θέα από την Πάρνηθα μέχρι το βάθος της πόλης. Εκεί, όσο έπεφτε ο ήλιος, ήταν από τα λίγα μέρη που έχουν απομείνει για να δεις την δύση και να μην πληρώσεις μαζί της τον καφέ ή την μπύρα. Θα περίμενα το μισάωρο και βάλε μέχρι το ηλιόγερμα. Πάντα μαζευόταν κόσμος γύρω, παρέες, μηχανάκια, αυτοκίνητα, ζευγάρια και ποδηλάτες. Όχι πολλοί κάθε φορά, αλλά υπήρχε ποικιλία ανά τις ημέρες. Ένας είχε κάτσει σε έναν βράχο πέρα από τον χωματόδρομο, «μέσα» στο τοπίο, και ατένιζε μόνος του. Ίσως κάπνιζε, ίσως έπινε κάτι, δεν έβλεπα, ήταν μακριά και έντονο το φως. Έμενε στητός, ακίνητος, όλη την ώρα, περιμένοντας προσηλωμένα το ίδιο με εμένα. Η μελαγχολική φιγούρα καθρέφτιζε το ανθρώπινο στοιχείο που κρυβόταν στις σκιές, στο σκουριασμένο πορτοκαλί, στην ακινησία ή την σποραδική αύρα, ενσάρκωνε την σιωπή και την αργή τελετουργία με την οποία απορροφούσε τα τελευταία κομμάτια μιας μέρας, ίσως, επιδερμικά συνηθισμένης και χαμένης, αλλά ριζικά μοναδικής. Καθόμουν και μέτραγα τις αλλαγές που έφερνε η πτώση του ήλιου μέσα μου, την ηρεμία, την εστίαση, τα συναισθήματα · καταλάβαινα το αίμα να κυλά πιο φυσιολογικά. Προσπαθούσα να καταχωρίσω κάτι από την ίδια ξεχωριστό, για να νιώσω πως έζησα και σήμερα. Ο ήλιος έπεσε και η φιγούρα χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και έφυγε. Σαν σκιά στους δρόμους ακολούθησα τον δρόμο που είχα αφήσει, πίσω σε ένα σπίτι ξανά σκοτεινό.
Το βράδυ, όπως περνούσα από τον καθρέφτη του διαδρόμου, είδα το πρόσωπό μου χλωμό, αλλά οικείο. Εστιάζοντας στο είδωλο, με μια περίεργη ανάγκη να βρω κάτι πέρα από την απλή ιδιο-εικόνα, σαν να έσπασε ένα φράγμα, σαν να κύλισε ο ειρμός απ’ όλα τα πρόσωπα που στιγμάτισαν την σημερινή μνήμη και σαν εκδοχές διαθέσεων σύνδεσαν την ασαφή φόρμα τους με την δική μου εικόνα. Μία νοσταλγική νότα διαπέρασε τις αναμνήσεις αυτών των ατόμων, το μυαλό μου να προσπαθούσε να συμπυκνώσει την πραγματικότητα λίγο πριν την χάσει πάλι, το σήμερα αγωνιζόταν να ζήσει λίγο ακόμη, σαν μικρό πυροτέχνημα που φωτοβολεί απότομα πριν σβήσει μέσ’ την νύκτα.
ѺΡΕΣΤΗΣ
Photography credits: Mary Zacharaki