Κι ήρθε ο Μορφέας, χώθηκε στα κουρασμένα μάτια,
πού να ‘ξερε ποια του καημού έχω άυπνη κατάντια.
Γλυκιά ροή ο άνεμος μέσ’ από το φουστάνι,
τι ρίγος κι αναστάτωση στα σκέλια επάνω φθάνει…
Γενναιόδωρη αποζητώ ηδονή ουρανομήκη,
σε ποια κάμαρα νυφική το κορμί τούτο ανήκει;
Ζεστή φωλιά τα στήθη μου, στάζουν έρωτα οι ρώγες,
και με των χειλιών τ’ άγγιγμα τυλίγονται στις φλόγες.
Πιες απ’ το στόμα μου ξανά την αχαλίνωτη λαχτάρα,
να σε ποθώ με όρκισ’ ενός βέλους η κατάρα.
Σαν κύκνου λύγιζε ο λαιμός, υποταγής σημάδι,
ξερνά η αγάπη ουρανό κι εκεί ανθίζει το σκοτάδι.
Τ’ αστέρια κρέμονται απ’ αυτό, φωτίζουν τη λαγνεία,
τι είναι, ξέχασαν, ντροπή• καλά κρατούν τα ηνία.
Δάκρυα ροδιού θυμίζουνε σε χρυσαφένιο χρώμα,
ας ήταν όλοι οι καρποί του έρωτα μάρτυρες φτιαγμένοι από το χώμα…
Photography credits: Despina Niki